γδαρσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γδαρσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γδαρσιˬὰ ἡ, Πελοπν. (’Ανδρίτσ. Γαργαλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. 354.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γδέρνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -σιˬά.
Σημασιολογία
Γδάρσιμο 2, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Κοίτα τί γδαρσιˬὲς ἔ’ ἡ μούρη σου! Γαργαλ.Ἦρθε τὸ παιδὶ μὲ δυˬό γδαρσιˬὲς ’ς τὸ χέρι του ’Ανδρίτσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA