βορεˬόσκιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορεˬόσκιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βορεˬόσκιˬος ὁ, ἀμάρτ. βορόσκιˬος Κρήτ. (Κατσιδ.) βορόσκιˬον τό, Κῶς βορόσκιˬο Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) βορόσκι Κρήτ. (Λασίθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βορεˬὰς, παρ’ ὃ καὶ βοράς, καὶ σκιˬὰ ἢ ἥσκιˬος.

Σημασιολογία

1) Τὸ πρὸς βορρᾶν ἐστραμμένον μέρος τοῦ ἁλωνίου Κρήτ. (Κατσιδ.) β) Φράκτης ἐκ θάμνων τοποθετούμενος εἰς τὸ πρὸς βορρᾶν ἀνοικτὸν μέρος τοῦ ἁλωνίου διὰ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν ὁρμητικὴν καὶ ἐπιβλαβῆ φορὰν τοῦ βορείου ἀνέμου Κρήτ. (Κατσιδ. Μεραμβ. κ.ἀ.) 2) Βορεˬόσκεπον 1, ὃ ἰδ., Κῶς. 3) Ἥμισυς κορμὸς δένδρου κοῖλος τοποθετούμενος ἐπὶ τῆς καπνοδόχου πρὸς τὸ βόρειον μέρος διὰ νὰ ἐμποδίζεται ὁ ἄνεμος καὶ νὰ ἀφίνεται ἐλεύθερος ὁ καπνὸς νὰ ἐξέρχεται Κρήτ. (Λασίθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/