γδέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γδέρνω, ἐγδέρω Πόντ. (Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γδέρω Ἤπ. (Χιμάρ.) Μεγίστ. Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Σούρμ.) Σύμ. Χίος (Βέσσ.) γδέρου Εὔβ. (Βρύσ. Κονίστρ. Κουρ. κ. ἀ.) γδέρω ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γdέρω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) χτέρω Κὺπρ. Χάλκ. δγέρου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) βdέρ-ρω Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ.) d-dέρ-ρω Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) dείρουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ.) γδέρνω κοιν. γδέρνου κοιν. βορ. ἰδιωμ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γδέρνω Κάρπ. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. γτέρνω Κὺπρ. χτέρνω Κῶς (Κέφαλ) Ρόδ. (Ἔμπων. Κάστελλ. κ.ἀ.) ᾽Αόρ. ἔγδειρα Νάξ. (’Απὺρανθ.) γδάρκα Τσακων. (Χαβουτσ.) ἐdεῖρκα Τσακων. (Πραστ.) Παθ. γδάρκομαι Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Σοὺρμ.) γδάρκουμαι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.κ.ἀ.)᾿Αόρ. ἐγδάρθα Πόντ. ἐβdάρτηνα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐd-dάρτηνα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Μετοχ. ἐγδαρμένος Πόντ. dειρτὲ Τσακων. (Πραστ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γδέρνω, ὃ ἐκ τοῦ Βυζαντ. ὡσαύτως ἐγδέρνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐκδέρω, κατ᾿ ἀναλογικὸν μεταπλασμὸν πρὸς ἄλλα εἰς-νω σὺγχρονα, οἷον δέρνω, φέρνω, κλπ Βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1, 291, 295. Οἱ ἄνευ τοῦ -ν- διαλεκτικοὶ τὺπ. ἀπ’ εὐθείας ἐκ τοῦ ἀρχ.

Σημασιολογία

1) ’Εκδέρω, ἀφαιρῶ ἐξ ὁλοκλήρου τὸ δέρμα σφαγίου ἢ ἄλλου ζῴου κοιν. καὶ Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Ροχοὺδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Σούρμ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ ): Τὸ ἔσφαξε, τὸ ἔγδαρε καὶ τό ’ψησε μόνος του κοιν. Νὰ σφάξῃς ἕν’ ἀρνὶ δὲν εἶνι δύσκουλου, νὰ dοὺ γδαρ’ς ὅμους θέ’ τέχ’ κοιν. βορ. ἰδιωμ. Τὴν ἔγδαρες τὴν αἶγα ποὺ ’σφαξες; Κρὴτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) Τώρα θὰ γδάρωμε τὸ χοῖρο μας Ἄνδρ Ἔγδαρα ἕνα κατσίκι τετράπαχο Πελοπν. (Τριφυλ. κ.ἀ.) ᾿Εγὼ δὲν εἶμ’ ἄος καθόλου νὰ γδείρω ’να ριφάκι Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ταχιˬὰ γδέρνουμι τὰ γ᾿ρούνιˬα Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. κ.ἀ.) Δὲν gαταλαβαί’ νὰ γδάρ’ κὶ τό ’βγανι λουρίδις-λουρίδις Στερελλ. (’Αχυρ. Παρνασσ κ.ἀ.) Νά ἦταν γδαρμένου, θά ’ταν κὶ ’μένου τώρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽Εφούσκωσεν-d’ ἀρνὶγ-γιˬὰ νὰ τὸ γdάρῃ Κῶς Ἔγdαρα τὸ σφαχτὸ Ρόδ. Γδέρω τὸ ἀρὶ (ἀρὶ=ἀρνί)Ἤπ. (Χιμάρ.) Φούσκουσι ’πουμέσα κὶ δὲ γδέρνιτι (ἐνν. τὸ σφαχτὸ) Εὔβ. (Στρόπον.) Τοὺ τραΐ εἶνι γδαρμένου Σάμ. Ἔσφαξεν τὸ ἀρνίν, ἔχταρέν το, τ᾽ ἔδωκεν τὴμ-πετσιˬὰν (πετσιˬὰ=δέρμα) Κύπρ. Νὰ γδέρω τὸ μουχτερὸν καὶ μὲ τὸ πετσίν ἀτου νὰ φτάω ταρούιˬα (μουχτερὸν=χοῖρος) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Γδέρω ᾽μα τὰν κατσίκα (ἐκδέρω τὴν αἶγα) Τσακων. (Χαβουτσ.) Γδάρκα τὸ λαγὸ αὐτόθ. Ἔκι dείρου τὸ βάννε τὰν οὕρα ’ ἐζάκα (ἔγδερνε τὸ ἀρνὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐπῆγα) Τσακων . (Πραστ.) ᾿Εκρέβαϊ δύ᾽ βάοι, σ᾽ ἐdείρκαϊ τσαὶ σ᾽ ἐφαήκαϊ (ἔκλεψαν δὺο ἀρνιˬά, τὰ ἔγδαραν καὶ τὰ ἔφαγαν) αὐτόθ. Ἔκ’ ἔχου dειρτὲ τὸ βάννε ἀπὸ τὰ σύνταχα (εἶχε γδάρει τὸ ἀρνὶ ἀπὸ τὸ πρωΐ) αὐτόθ. Ηὗρε τέσσερου λάτρου ποὺ ἐd-dέ-ραϊ μία δαμάλα (ηὗρε τέσσαρας λῃστὰς ποὺ ἔγδερναν μίαν ἀγελάδα) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Ἔγδαρες ἀτο; ᾿Εγδαρμένον κ’ ἕτοιμον ἔν᾿ Πόντ. || Φρ. Θὰ σὲ γδάρω! (θὰ σὲ δείρω, θὰ σὲ βασανίσω πολὺ∙ ἐπὶ ἀπειλῇς) σύνηθ. Θὰ σὲ γδάρω ζωντανό ! (ὁμοία τῇ προηγ.) σύνηθ. Θὰ σὶ γδάρου μὶ τοὺ στουρνάρ’! (στουρνάρι=τμῇμα αἰχμηρὸν πυρίτου λίθου∙ ὁμοία τῇ προηγουμένῃ ) Ἤπ. Θὰ σὶ πιˬάσου κὶ θὰ σὶ γδάρου μὶ τοὺ σουιˬᾶ (σουιˬᾶ = μαχαιρίδιον μετὰ ξυλίνης λαβῆς πτυσσομένης. συνών. τῇ προηγουμένῃ) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Θὰ dόνε γδάρου καὶ θὰ dοῦ γιˬομίσου τὸ τομάρι ἄχιˬουρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὅταν ἔρθῃ ὁ πατέρας σου, θὰ τόνε βάνω νὰ σὲ γδάρῃ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Εὔβ. (Αἰδηψ.) || Παροιμ. Ὅπο͜ιος δὲν ξέρει νὰ γδάρῃ, | χαλάει κρέας καὶ τομάρι (ἐπὶ τῶν ἀναλαμβανόντων ἐργασίαν ἤ ὑπόθεσιν, δι’ ἥν εἶναι ἀκατάλληλοι ἤ ἀνίκανοι) Εὔβ. (Βρύσ. κ.ἀ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς κ.ἀ. Πρὶν σφάξου, γδέρ’ς; (πρὸς τὸν πρωθυστέρως λέγοντα ἢ πράττοντά τι) Λέσβ. Πβ. Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 440. Γνωμ. Κοντοσκάλωνε ταὶ δέρνε, / μακροσκάλωνε ταὶ γτέρνε (προτιμοτέρα κατὰ τῆν ἄροσιν ἡ μικροῦ μήκους αὐλακιˬά, ἥτις δὲν καταβάλλει τὸ ζεῦγος, ὅσον ἡ μεγάλου μήκους) Κύπρ. β) Συνεκδ., ἀφαιρῶ τι ἐξ ὁλοκλήρου, τελειωτικῶς Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον κ.ἀ.): Οἱ κλέφτις δὲν τὰ τρυγᾶν τὰ μιλίσσιˬα, τὰ γδέρν’ι (δηλ. χωρὶς νὰ ἀφήσουν μέλι διὰ τὰς μελίσσας) Ἄκρ. Στρόπον. Συνών. ξετινάζω. 2) Προξενῶ ἀμυχῆν ἤ πληγήν εἰς τὸ δέρμα ἀνθρώπου ἢ ζῴου, ἀφαιρῶ μικρὸν ἢ μεγαλύτερον τμῆμα τοῦ δέρματος, ἐπιπολῆς ἤ βαθύτερον σύνηθ.: Τοῦ ἔγδαρε τὸ πρόσωπο μὲ τὰ νύχιˬα πολλαχ. Ξυˬέτι σὰν ψουριˬάρ’ς κ’ ἔγδαρι τοὺ κουρμι’ τ᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Τοῦ γδάρασι οἱ ἀσπαλαθροὶ τὸ πόδι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἤγδειρα τὰ μάούλά μου μὲ τὸ ξουράφι Νάξ. (’Απύρανθ.) ’Εδεπαδὰ ἠγδάρθηκα Ἄνδρ. Ἔπισα κ’ ἔγδαρα τοὺ γόνατου μ’ γιὰ καλὰ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἄδε͜ιασι τ᾿ γαιˬδουριοῦ τοὺ σαμάρ’ κὶ τοῦ ’γδαρι τοὺ κουρμὶ αὐτόθ. Γιˬὰ θώρει τομ bῶς ξυˬέται ταὶ γdέρει τὸ δέρμαν dου! Κῶς. Γδάρε-γδάρε τὴ bληή σ-σου, αἱμάτωσές τη Σύμ. || ᾎσμ. Σὰν ἔκλαιεν ταὶ δέρνετουν | ταὶ μόνη της ἐγτέρνετουν, τὸ ’δεῖν dης τότ’ ἀ-'ήμισεν | τ’ εὐτὺς ἐλιοθύμησεν Κύπρ. Συνών. ξεγδέρνω. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. β) Κατακόπτω, φθείρω κατά τινα τρόπον τὴν λείαν ἐπιφάνειαν δερματίνων, ξυλίνων ἢ ἐξ ἄλλης ὕλης ἀντικειμένων σύνηθ.: Ποῦ γύριζες κ’ ἔγδαρες τὰ παπούτσιˬα σου; σύνηθ. Ἄφησες τὸ παιδὶ κ᾿ ἔγδαρε τὸ τραπέζι μὲ τὸ μαχαίρι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔγδαρε τὸ dοῖχο μὲ τὴ bρόκα αὐτόθ. Μὴν ἐγδέρῃς τὸ dοῖχο Σύμ. Κινούργιου σαμάρ’ κὶ τό ’γδαρι μὶ τ᾿ς πέτρις π’ ἔφιρι κάθι μέρα ’π’ τοὺ χουράφ’ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) γ) ᾽Αποσπῶ τμῆμα φλοιοῦ δένδρου ἤ ἀποφλοιῶ καρπὸν πολλαχ.: Πρόσεχο μὴ γδάρῃς τὴν ἐλιˬὰ μὲ τὴν ἀξίνα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Δέ’ κάθι μέρα τοὺ μ’λὰρ’ ᾿ς τ᾿ν ἰλιˬὰ κὶ γδάρθ’κι τοὺ κουρμί τ᾿ς ’ποὺ τοὺ καπίστρ’ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἔγδαρε τὰ φύλλα τοῦ bαρbάρου (bάρbαρο = καλαμπόκι) Ἤπ. (Χιμάρ.) Γδέρω ἀμύγδαλα Χίος (Βέσ.) Συνών. ξεφλουδίζω. 3) Μεταφ., ζημιώνω τινὰ χρηματικῶς, ἐξαντλῶ, ἀπογυμνώνω τινὰ οἰκονομικῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Σούρμ κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν.): Ἔμπλεξε ’ς τὰ δικαστήρια καὶ τὸν ἔγδαραν οἱ δικηγόροι κοιν. Γιατρὸς εἶν᾿ αὐτὸς ἢ χασάπ’ς; σὶ γδέρ’ χουρὶς νὰ dοὺ πάρ’ς χαμπάρ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’Σ αὐτὸν τοὺ Τζιφούτ’ ἔπισις; θὰ σὶ γδάρ’ (Τζιφούτ’ = Ἑβραῖον, μεταφ., τοκογλύφον) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Τοὺν ἔγδαραν ’ς τὰ χαρτιˬὰ τοὺ Μῆτρου Στερελλ. (’Αχυρ. κ.ἀ.) Αὐτὸς οὑ μπακά’ς οὕ’ μέρα μὶ γδέρ’ κὶ πάλι φχαρ’στημένους δὲ μέ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μᾶς γδέρνει κάθε μέρα ὁ Παπιδᾶς Ἄνδρ. Αὐτός, ρέ, μᾶς ἔγδαρε! (ἐνν. ὁ αἰσχροκερδὴς ἔμπορος) Πελοπν. (Τριφυλ. κ.ἀ.) ᾿Εγδάρασ-σε πάλε ᾿ς τὸ λ-λασκινὲ gαὶ κά’εσαι σὰ dζημιˬωμένος bακ-κάλ-λης; (λασκινὲς = εἶδος χαρτοπαιγνίου) Σύμ. Χριώθ’κι ἀποὺ ἀνάγ’, κ᾿ ὕστιρα τοὺν ἔγδαρι ζουντανὸν τοὺν gαῃμένου. δὲν d’ ἄφ’σι τίπουτα Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ὑπάτ. κ.ἀ.) Τὸν ἔγδαρε μὲ τὴ τζακμακόπετρα (τζακμακόπετρα = τεμάχιον πυρίτου λίθου· ἐνν. τὸν κατελῄστευσε) Πάρ. ’Ατόσον παρᾶἰμανλῆς! γδέρει τὸν ἄθρωπο! (παρᾶ-ἰμανλῆς = παραδόπιστος) Οἰν. Ὁ γαμπρέ ’ ἐdεῖρτσε τὸν ἔρ’μο Νιχάλη (ὁ γαμβρὸς τὸν ἔγδαρε τὸν καηˬμένο τὸν Μιχάλη) Μέλαν. Συνών. γδύνω. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ ’Ιδ. Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 292 (ἕκδ. Wagner σ. 74): «καὶ κείνη σὰν μαστορευθῆ, βάνει τον ὅπου θέλει. | τυφλώνει καὶ ἐγδέρνει τον, παίζει τον καὶ γελᾷ τον». Μετοχ. οὐδ. = γδάρμα 2, ὃ ἰδ.: Δὲν παγαί’ τὸ γδαρμένο! (ἐπὶ ἀρᾶς πρὸς κτήνη ) Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/