ἀργὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀργὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) Τσακων. ἀργὰς Καππ. (Μαλακ. Σίλ.) Καρπ. Κρήτ. ἀρgὰ Κῶς ἐργὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γεργὰ Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γελίν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Τρίκκ.) ταργὰ Ἤπ. Τσακων. κ.ἀ. Συγκριτ. ἀργότερα κοιν. ἀργύτερα Κρήτ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀργὰ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργός. Ὁ τύπ. ταργὰ ἐκ τῆς συνεκφ. τοῦ ἄρθρ. τά, ὡς καὶ τανάποδα, τανάσκελα, ταπίστομα κττ.

Σημασιολογία

Α) ᾿Επιρρηματ. 1) Ἄνευ σπουδῆς, βραδέως, πολλάκις ἐπαναλαμβανόμενον πρὸς μεγαλυτέραν ἔξαρσιν τῆς σημ. κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.): Διˬαβάζω-μιλῶ περπατῶ-πηγαίνω-σκάβω ἀργά. Ἀργὰ περπάτα-πήγαινε κτλ κοιν. Ἀργὰ ἀργὰ παρπὰ (περιπάτει) Ὄφ. Θὰ βγῶ τὸν ἀνήφορο γεργὰ μὲ τὸ ρεχάτι μου (μὲ τὴν ἡσυχίαν μου) Γελίν. Γεργὰ γεργὰ σκάβω Καλάβρυτ. Γεργὰ γεργά, μὴ βιˬάζεσαι Τρίκκ. Γεργὰ γεργά, μὴν πέσῃς Κορινθ. Γεργὰ γεργὰ πήγαινε τὸ ζῷ, μὴν τὸ τρέχῃς (μὴ τὸ βιάζῃς νὰ τρέχῃ) Ἀρκαδ. || Φρ. Ἀργὰ ἀργά, νὰ πάς μακρεˬὰ (ὁ μὴ βιαζόμενος προχωρεῖ περισσότερον τοῦ σπεύδοντος, ὅστις ἕνεκα τῆς σπουδῆς του ἠμπορεῖ νὰ πάθῃ τι καὶ τοιουτοτρόπως νὰ καθυστερήσῃ. Πβ. καὶ τὴν φρ. ὅπο͜ιος βιˬάζεται σκοντάβει) Πελοπν. (Καλάμ.) Ἀργὰ καὶ ποῦ ἢ κἄπου (ἐνίοτε, σπανίως. Συνών. φρ. ἀρα͜ιὰ καὶ ποῦ) πολλαχ. Συνών. ἀγάληˬα 1, ἄναργα, ἀπαγάληˬα, σιγά, σιγανά, ἀντίθ. γοργά, γρήγορα. β) Ἡσύχως Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Στάκα γεργὰ (στάσου ἥσυχα) Καλάβρυτ. Τρίκκ. 2) Μετὰ τὴν πάροδον χρόνου ἐννοουμένου πολλάκις τοῦ εὐθέτου, τοῦ καταλλήλου, οὐχὶ ἐνωρὶς κοιν.: Πηγαίνει ἀργὰ ᾿ς τὴ δουλε͜ιά του. Συνηθίζει νὰ γυρίζῃ ἀργὰ ’ς τὸ σπίτι. Ἡ ἐκκλησία ἀρχίζει ἀργά. Ὁ ἥλιˬος τὸ χειμῶνα βγαίνει ἀργά. Ἀργὰ τό θυμήθηκες-τὸ σκέφτηκες κττ. (μετὰ τὴν πάροδον τοῦ προσήκοντος χρόνου). Ἦρθες ἀργά, τώρᾳ πεˬὰ φάγαμε, θὰ μείνῃς νηστικός. Εἶναι ἀργὰ τώρα (παρῆλθεν ἡ κατάλληλος ὥρα) κοιν. || Παροιμ. φρ. Ἀργὰ τὸν ἦρθαν τὰ βόιδα (ἐβράδυνε νὰ ἐννοήσῃ τι, ἀλλ’ ἐπὶ τέλους τὸ ἐννόησεν) Νπολίτ. Παροιμ. 2,426. Ἄς εἶν᾽ κιˬ ἀργά, κουνήσου (ἐνέργει ἔστω καὶ παρακαίρως) αὐτόθ. || Παροιμ. Κάλλιˬο ἀργὰ παρὰ ποτὲ (ἂν δὲν δυνηθῇ τις νὰ ἐκτελέσῃ ἐγκαίρως τὰ δέοντα, εἶναι πολὺ προτιμότερον καὶ παρακαίρως ν’ ἀναπληρώσῃ τὴν ἔλλειψιν παρὰ νὰ παραλείπῃ ἐντελῶς πᾶσαν ἐνέργειαν ἢ προτιμότερον ν᾿ ἀποκτήσῃ τις ἀγαθόν τι ἔστω καὶ πολὺ βραδέως παρὰ νὰ μὴ τὸ ἀποκτήσῃ ποτὲ) σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,192 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ ὁ ρῆγας ἔμελλε νὰ πάρῃ τὸ φουσσᾶτο νὰ πάγῃ ἀπάνω του, ἀμμὲ ἦτον πολλὰ ἀργά». Συνών. ἀλιˬόρας. Τὸ συγκριτ.=βραδύτερον κοιν.: Ὄχι τώρᾳ, ἀργότερα. Μὴν τὸ κάνῃς τώρᾳ ἀμέσως, κάνε το ἀργότερα. Τώρᾳ κάθισε καὶ φάγε κιˬ ἀργότερα πάς κοιν. Συνών. κατόπι, μετά, ὑστερώτερα. 3) Κατὰ τὸν περὶ τὴν ἑσπέραν χρόνον, τὸ βράδυ σύνηθ. καὶ Καππ. (᾽Αραβάν. Μαλακ. Σίλατ. Σινασσ. κ.ἀ): Ἀργὰ ἔλα Σινασσ. Ἀργὰ νά ᾿ρτω (θὰ ἔλθω) Καππ. Ἀπόψ’ ἀργὰ Κάρπ. Ἀργά ἔρχουμαι Ἀραβάν. Ὀψὲς ἀργὰς Κρήτ. Ἀργὰ ἀργὰ αὐτοθ. Ἀργὰ ἀργὰ ἔλα νὰ σὲ πλερώσω Κρήτ. Ἀργὰ νά ’ρθῃς ᾿ς τὸ σπίτι ν’ ἀποσπερίσωμε σὰ gιˬ ὀψάργας (τὸ βράδυ νὰ ἔλθῃς εἰς τὸ σπίτι νὰ διέλθωμε τὴν ἑσπέραν καθὼς καὶ χθὲς βράδυ) αὐτόθ. ΙΙ Φρ. Ἀργὰ καὶ ποῦ (περὶ τὸ ἑσπέρας) Ἀραβάν. Κὰ ἀργά! (καλὸ βράδυ, εὐχὴ) Τσακων. || ᾌσμ. Κλάψε ταϋτέρου, κλάψε ἀργά, κλάψε τὸ μεσημέρι, κλάψε τὸ προσαργάτινο, δὲν εἶδα bλeˬὸ χαέρι Κρήτ. Ἀργ᾿ ἂς λουστῇ καλάνα μου, ἀργ’ ἂς πλυθῇ καλή μου, ἀργ’ ἂς φέρῃ τὸ γέμα μου τὸ μεσημερινό μου Σίλατ. –Ποίημ. Τὴν εἶδα τὴν ξανθούλλα, | τὴν εἶδα ψὲς ἀργά, ποῦ μπῆκε ’ς τὴν βαρκούλλα | νὰ πάῃ ᾽ς τὴν ξενιτε͜ιά ΔΣολωμ. 175. Β) Οὐσ. 1) Τὸ ἑσπέρας (κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. τὸ βράδυ) Κέως Κρήτ. Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) Τσακων. κ.ἀ.: Ὁ φτωχός εἶχε ἕνα λυράκι καὶ κάθ’ ἀργὰ ἐκάθουdονε κ᾿ ἔπαιζε κ᾿ ἐτραγούδε͜ιε Κρήτ. Πᾶσ’ ἀργὰ αὐτόθ. Τὸ ἀργὰ Κέως Τ᾽ ἀργὰ Βελβ. Καθ᾽ ἀργὰ Λέσβ. Ἔα ταχὺ τ’ ἀργὰ (ἔλα αὔριο βράδυ) Τσακων. ᾽Εκάνε ἐέρι τ᾿ ἀργὰ (ἦλθε χθὲς τὸ βράδυ) αὐτόθ. || ᾌσμ. Νὰ κόψουν δάφνες κάθ᾿ ἀργὰ νὰ λούγουνε τὴ gόρη Κρήτ. Τώρᾳ τ᾿ ἀργὰ τ᾽ ἀργούτσικα, τώρᾳ τοὺ βράδυ βράδυ οὕλις οἱ νεˬὲς διˬαβαίνουνι κιˬ οὕλις καλουπιρνοῦνι Ἀράχ. 2) Ὁ εὐθὺς μετὰ τὴν ἑσπέραν χρόνος, νὺξ πολλαχ.: ᾌσμ. Ἀπ’ ὅλα τ’ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ ἀποσπερίτη θέλω γιˬὰ νὰ μοῦ φέγγῃ καθ’ ἀργὰ νὰ πάω ᾿κεῖ ποῦ θέλω Κάρπ. Σὲ ἀγαπῶ κιˬ ὡς φαίνεται εἶσαι τὸ τυχερό μου, γιˬατὶ σὲ βλέπω κάθ’ ἀργά, μικρό μου, ᾿ς τ’ ὄνειρό μου Κρήτ. Πβ. ἀργῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/