ἀναγύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγύρι τό, Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάγυρος (ΙΙ).
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀνάγυρος, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA