ἀναγυρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγυρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγυρίζω ᾿Ανδρ. ᾿΄Ηπ. Κρήτ. Πελοπν (Λακων. Μαν. Οἰν.) κ. ἀ. -Λεξ. Δεὲκ Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Δημητρ. ἀναγυρίζου Σκόπ. Σαμ κ. ἀ. ὀνεγυρίζω Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. (Περίστασ.) Α.Κρήτ. Κάρπ. Κάσ. Σέριφ. ἀνεγυρίτζω Σίφν. ἀνεϋρίζω Κάρπ. Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ. Βόθρ.) ἀναϋράω Ἤπ:.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναγυρίζω. Περὶ τῆς λ. πβ. ΣΨάλτην ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 29 κἑξ.

Σημασιολογία

Α) Ἀμβτ. 1) ’Επιστρέφω᾿ ἐπανέρχομαι Κρήτ. Πελοπν.(Λακων.) -Λεξ. Δεέκ: Ν’ ἀναγυρι’σῃς γλήγορα Λάκων. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Φραντζῆ Χρον. 129,17Ρ (ἕκδ. Βόννης) «ἐκ τῶν ἐκεῖθεν ἀνεγυρίσαμεν». 2) Περιφέρομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ.: Ἀναγύριζε τ' ἀπόγεμα ’ς τὰ σοκάκια Λεξ. Δημητρ. 3) Παρεκκλίνω τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀλλάζω διεύθυνσιν, λοξοδρομῶ Θρᾴκ.(Περίστασ.) Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Μαν) κ. ἀ.: ’Ανεγυρι'ζ’ νὰ μὴ μὲ δῇ Περίστασ. ᾽Αποκεῖ ν’ ἀναγυρίσῃς Κρήτ. Θὰ πάω ν᾿ ἀνεϋρίσω, γιˬατὶ θέλω νὰ μὴ μὲ δῇ κἀνεὶς ᾿Απύρανθ. Β) Μετβ. 1) ᾿Αναστρέφω, ἀντιστρέφω Ανδρ. Νάξ. (Βόθρ) Σάμ. Σίφν. κ. ἀ. -Λεξ. Δεὲκ: Ἀνεῢρισε τὸ πιˬάττο τό πινάκι κττ. Βόθρ. Ἀνεγύρισε τὸ στρῶμα ᾿ς τὸν ἥλιˬο Σίφν. Τὰ ροῦχα μου παλα͜ιώσανε τσαὶ θὰ τ᾽ ἀνεγυρίσω Ἄνδρ. ‖ Παροιμ. Σύντροφοι, κιˬ ἂν οὑμιλοῦμι, ἀναγύριζι τὴν πίττα (καὶ περὶ ἄλλα ἀσχολούμενοι δὲν πρέπει νὰ παραμελῶμεν τὸ κύριον ἡμῶν ἔργον) Σαμ. β) Μεταστρέφω τὰ λεγόμενα, ὁμιλῶ μετὰ περιστροφῶν Λεξ. Δημητρ. γ) ’Ανακατώνω, ἀνασκαλεύω Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. Σέριφ. κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ.: ᾿Ανεγυρίζω τοίς σταφίδες Θήρ.‖ Παροιμ. Π ’ ἀνεγυρίζει τὰ πηλὰ | ’ς τὴ μέση πέφτει καὶ βουλᾷ (ὁ ἀρεσκόμενος εἰς σκάνδαλα βλάπτεται πρῶτος ’αὐτὸς καί δυσφημεῖται) Α.Κρήτ. δ) Ἐρευνῶ περιτρέχων πρὸς ἀνεύρεσιν πράγματος Ἤπ. Θήρ. Πελοπν. (Λακων.): Ὅλον τὸν κόσμο ἀνεγύρισα γιˬὰ νά ’βρω ἕνα πορτοκάλι Θήρ. Τὰ τσιλικρωτὰ ἀναγύρισαν τόν μύλο, μὰ δὲν ηὕρανε τὸ γέρω (τσιλικρωτὰ=καλικάντζαροι) Λακων. ε) Προσέχω πολύ, φυλάττω τι Σίφν. : Ἀναγυρίζει τὰ ροῦχα του γιˬὰ νὰ τἀ ᾿χῃ. Διὰ τὴν σημ. πβ.Ἑρμονιακ. στ. 1846 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ.143) «ὄψιν γὰρ ποσῶς οὐ βλέπει,| βασιλέαν οὐ φροντίζει,| οὐ σοφὸν ἀναγυρίζει». 2) Ἐπιστρέφω τι, ἰδίᾳ ἐμπαιγμὸν ἢ χλεύην Κρήτ.: Τοῦ ἀναγύρισε dό λόγο (ἐνν. τὸν ὑβριστικόν). β) Χλευάζω, ἐμπαίζω τινὰ Κάρπ. Κρήτ.: Τὸν άνεῢρισε καὶ τοῦ ᾽πε πολλὰ Καρπ. 3) ᾿Αποποιοῦμαι, περιφρονῶ Κρήτ. Σεριφ.: Δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀναγυρίσῃς ἐκεῖνο τὸ γαbρό, εἶναι καλὸς Κρήτ. ᾿Αναγυρίζει τὰ φαγητὰ Κρήτ. Σεριφ. Τὸ πρόβατο ἀναγυρίζει τὰ χόρτα ποῦ ’ν’ ἀπάνω ’ς τὴ gοπρὲ Κρήτ.‖ Γνωμ. Γιˬὰ τὴν καινούργια στράτα τὴν παλα͜ιὰ μὴ dὴν ἀναγυρίζῃς (μὴ περιφρονῇς τὰ παλαιὰ χάριν τῶν νέων) αὐτόθ. β) Ἀθετῶ Κρήτ. : Ἀναγύρισα τόν λόγο μου. Μὲ προσκάλεσε νὰ φάω καὶ τώρᾳ τ᾿ ἀναγυρίζει. Συνών. ἀνακαλῶ. 4) Παρεκκλίνω, ἀπομακρύνω τι ἀπό τινος ᾿’Ηπ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ.: Ὁ Θεὸς ν᾿ ἀναϋράῃ τὸ κακὸν ᾿’Ηπ. ‖ ᾎσμ. Θάλασσα, τὸ πουλλάτσι μου ἀτή σου το γνωρίζεις τσ᾽ ἀπ᾿ τὰ μεάλα τσύματα νὰ μοῦ τ᾽ ἀνεϋρίζῃς Κύθν. ᾽Π᾿ ὅλες τὲς πόρτες πάρτε με, ᾽π᾿ ὅλες γυρίσετέ με, ᾿ποὺ τῆς βασιλοπούλ-λας μου ἀνεϋρίσετέ με, Κάρπ. β) ’Αποφεύγω τινὰ Κρήτ. : ᾎσμ. Μὰ’μετὰ πο͜ιό, ’ς τὴ bίστι σας, θενὰ μαλώσω πλεό μου, ἀνεῖν κιˬ ὅλοι μὲ τρέμουσι κιˬ ἀναγυρίζουσί με; 5) Πείθω, παραπείθω τινὰ νὰ κάμῃ ἄλλως παρὰ ὡς ἐσκέπτετο Σκόπ.: Μὴν τ᾿ λές τέτο͜ια καὶ τοὐν ἀναγυρι’ζ’ς. Πρῶτα μ᾿ ἀναγύρισις νὰ πάμι κι᾽ τώρα δὲν ἔρχισι. Μὴ μ᾿ λές τέτοια, γιˬατὶ ἀναγυρίζουμι. Μετοχ. ἀναγυρισμένος 1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον σέβεται τις ἢ ἀποφεύγει νὰ τὸν προσβάλῃ ἀναγνωρίζων τὴν ὑπεροχήν του Κρήτ.: ᾎσμ. Ποῦ θενὰ βγῇ ᾿ς τὸν Ὁμαλὀ νά ’ν’ ἀναγυρισμένος Λακκιˬώτ᾿ ἂς κάνῃ σύντεκνο καὶ Σφακιˬανὸ κουμπάρο. Μονό ᾽ναι τῶν ἐννεˬὰ ἀδερφῶν τῶν ἀναγυρισμένω. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἀποφεύγει τις ὡς πάσχοντα ὑπὸ λώβης Καρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/