ἀναγυριστικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγυριστικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναγυριστικὰ ἐπίρρ. Κρήτ. Λεξ. Βλαστ Δημητρ. ἀναϋριστικὰ Κυκλ. ἀλαγυριστικὰ Κρήτ. ἀνεγυριστικὰ Α.Κρήτ. ἀνεϋριστικὰ Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναγυριστικός.
Σημασιολογία
Μὲ ὑπαινιγμούς, πλαγίως, παραβολικῶς ἔνθ’ ἀν.: ’Αναγυριστικὰ τὰ λές τὰ λόγιˬα σου Κρήτ. Μοῦ τό ᾽πε ἀναγυριστικά αὐτόθ. Πάντ’ ἀνεϋριστικά μιλεῖ Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA