βορκωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορκωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βορκωτὸς ἐπίθ. Κύπρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ρ. βορκώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τοὺς ἐν ἑαυτῷ χάλικας κεκαλυμμένους ὑπὸ πηλοῦ, ἐπὶ οἰκοδομῆς, ὅταν οἱ χάλικες τίθενται ἐπὶ στρώματος πηλοῦ καὶ καλύπτωνται ἔπειτα δι’ ὁμοίου στρώματος, ἐπ’ αὐτῶν δὲ ἐπιτίθενται οἱ μεγάλοι λίθοι: Χτίσμαν βορκωτόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA