βορώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βορώνω Πόντ. (Ἀμισ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βορεˬάς. Διὰ τὸ σύνθετον ἀποβορώνω ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 16 (1951) 3.

Σημασιολογία

1)Σβήνω (ἐκ τῆς ἀρχικῆς σημ. τοῦ ψύχομαι, κρυώνω). 2) Μαραίνομαι, ἰδίως ἐπὶ λαχανικῶν μαραινομένων ἐν τῇ βράσει δι’ ἀνεπάρκειαν τοῦ πυρός. 3) Μεταφ. ἀδημονῶ, στενοχωροῦμαι: Ἐβόρωσεν ἡ καρδία μ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/