ἀργαλε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργαλε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργαλε͜ιὸ τό, ἐργαλεῖον Πόντ. (Οἰν.) ἐρgαλεῖον Κύπρ. ἐργαλεῖο λογ. σύνηθ. ἐργάλε͜ιο Ἤπ. Ρόδ. ἐρgάλε͜ιο Ρόδ. ἰργάλε͜ιου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀργαλε͜ιὸ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀργαλε͜ιὸν Κάρπ. ἀρgαλεῖο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀργάλε͜ιο Ἤπ. ἀργάλε͜ιου Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἐργάλι Πελοπν. (Πάτρ.) ἀργάλι Πελοπν. (Πάτρ.) ἐργαλε͜ιὸς ὁ, Ἀμοργ. Κρήτ. κ.ἀ. ἰργαλε͜ιὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀργαλε͜ιὸς σύνηθ. ἀρgαλε͜ιὸς ᾿Ικαρ. Ρόδ. ἀργαλε͜ιὰ ἡ, Κρήτ. (Σφακ.) Ρόδ. ἀρgαλκε͜ιὰ Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀργαλεῖον, ὃ ἐκ τοῦ άρχ. ἐργαλεῖον κατὰ προληπτικὴν ἀφομ. τοῦ ε πρὸς τὸ ἑπόμενον α. ᾽Ιδ. SKapsomenakis Voruntersuch. zu einer Gramm. der Papyri 119. Τὸ ἐργάλι παρὰ τὸ ἐργάλε͜ιο κατὰ τὰ ἄλλα ὅμοια ἀνώφλιˬο καὶ ἀνώφλι, ψοφίμιˬο καὶ ψοφίμι κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,248. Τὸ ἀρσεν. ἀργαλε͜ιὸς κατὰ τὸ συνών. ἱστὸς λεγόμενον ἐπὶ ἱκανὸν χρόνον ἐκ παραλλήλου καὶ κατόπιν ὑπὸ τούτου ἐκτοπισθέν. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,57. Περιγραφὴν τοῦ ἀργαλε͜ιοῦ ἐπὶ τῆς σημ. τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ μετὰ τῶν σχημάτων αὐτοῦ ἰδ. παρὰ ΝΧατζῆ-Ζωγίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 10 (1898) 541 κἑξ. καὶ ΠΦουρίκ. ἐν Λεξικογρ. ’Αρχ. 6 (1923) 388 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Πᾶν ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ἐργασία τις, ἐργαλεῖον (ἡ σημ. αὕτη ἐξαιρουμένου τοῦ ἐργάλε͜ιο καὶ τῶν ὁμοίων προπαροξυτόνων τύπ. εἶναι τῆς λογίας παραδόσεως) σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ᾿Εργαλεῖα τραυιχτὰ (δι᾿ ὧν χαράσσονται αἱ τὰς ἐπιφανείας τῶν ἐπίπλων κοσμοῦσαι γραμμαὶ) πολλαχ. || Φρ. Ἀργάλε͜ιου τοῦ διˬαόλ’ (ἐπὶ τοῦ ρᾳδιούργου) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀργάλι τοῦ πειρασμοῦ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Πάτρ.) Εἶναι κακὸ ἐργάλε͜ιο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. || ᾎσμ. ᾿Ακούστε μ᾽, μὴν παιδεύεστε, ἀφήστε τ᾽ ἀργαλε͜ιά σας, ἂν δὲν στοιχε͜ιώστε ἄνθρωπο, χαμέ’ πά᾽ ἡ δουλε͜ιά σας Θεσσ. Εὰν μὲ θέλῃ γιὰ δουλε͜ιάν, νὰ πάρω ἐρgαλεῖα, εἰδὲ ταὶ ἔνι γιὰ χορόν, νὰ πκιˬάσω τὰ μαντήλιˬα Κύπρ. β) Μεταφ. σκανδαλοποιός, ραδιοῦργος Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ξέρ’ς τί ἀργάλε͜ιου εἶνι; ὅ,τι κακό γίνιτι αὐτὸς τοῦ κά’ Αἰτωλ. 2) Τὸ ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου ὑφαίνουν, ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ.): Ἑτοιμάζω-ρίχνω-στήνω ἀργαλε͜ιὸ πολλαχ. Ἀργαλε͜ιὸς στητὸς (ἱστὸς ὄρθιος περὶ τοῖχον στηνόμενος) πολλαχ. Κρεμαστὸς ἀργαλε͜ιὸς (ἱστὸς ἐν ᾧ ὁ στήμων περιτυλίσσεται εἰς ξυλίνην ράβδον ἐξηρτημένην ἐκ τῆς στέγης διὰ δύο σιδηρῶν ἀγκυλῶν) Μύκ. Ἀργαλε͜ιός καθιστὸς (ἱστὸς ὁριζόντιος) πολλαχ. Ἀργαλε͜ιὸς τοῦ λάκκου (ἱστὸς στηνόμενος περὶ λάκκον βάθους ἡμίσεος περίπου μέτρου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει τοὺς πόδας ἡ ἐπὶ τοῦ χείλους αὐτοῦ καθημένη καὶ ὑφαίνουσα) Μέγαρ. Ριχτὸς ἀργαλε͜ιὸς (ὁ στηνόμενος εἰς οἱονδήποτε μέρος τῆς οἰκίας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἀργαλειὸν τοῦ λάκκου) αὐτόθ. Παννήος ἀργαλε͜ιὸς (ὁ δι’ οὗ ὑφαίνονται παννιὰ) αὐτόθ. Ἀdρομιδήος ἀργαλε͜ιὸς (ὁ δι᾽ οὗ ὑφαίνονται ἀντρομίδες, χονδρὰ μάλλινα ὑφάσματα χρησιμοποιούμενα ὡς τάπητες) αὐτόθ. Χαραρήος ἀργαλε͜ιὸς (ὁ δι᾽ οὗ ὑφαίνονται χαράριˬα, μεγάλοι τρίχινοι σάκκοι) αὐτόθ. Σκοινιˬάτ’κους ἀργαλε͜ιὸς (ὁ δι᾽ οὗ πλέκονται σχοινιὰ) Θεσσ. Ἑτοιμάζω ἀργαλε͜ιό (ταξινομῶ τὸν στήμονα ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ) πολλαχ. Ρίγνω ἀργαλε͜ιὸ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μέγαρ. Ρίξιμο τ᾽ ἀργαλε͜ιοῦ (ἡ ταξινόμησις τοῦ στήμονος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ) αὐτόθ. Κάθομαι ’ς τὸν ἀργαλε͜ιὸ (ἀρχίζω νὰ ὑφαίνω) πολλαχ. || Γνωμ. Τὸ κέντημα εἶναι γλέντημα κ᾽ ἡ ρόκκα εἶν᾿ σεργιˬάνι κιˬ’ ὁ ἀργαλε͜ιὸς εἶναι σκλαβιˬά, σκλαβιˬὰ πολὺ μεγάλη (ὅτι ἐκ τῶν γυναικείων ἐργασιῶν ἡ ποικιλτικὴ καὶ ἡ κλωστικὴ εἶναι παιδιαὶ παραβαλλόμεναι πρὸς τὴν ἐπιπονωτάτην ὑφαντικήν. Παραλλαγαὶ τοῦ γνωμ. παρὰ ΝΠολίτ. Παροιμ 2,428) Ἀθῆν. Κάν-νει πλέο μία γυναῖκα ᾿ς τ᾿ ἀρgαλεῖο παρὰ ᾽κατὸ’ς τὸν ἀγράστη (ἡ ἐργασία τῆς ὑφαντρίας ἔχει πολὺ μεγαλυτέραν ἀξίαν ἀπὸ τὴν τῆς κλωστρίας. ἀγράστης=ἀδράχτι) Μπόβ. Τιμὴ μιγάλη κὶ τρανὴ ποῦ ’ν’ ἀργαλε͜ιὸς ᾽ς τοὺ σπίτι, τοὺ κάθι δόντι τοῦ χτινιˬοῦ ἀξίζει μαργαρίτη Θεσσ. || ᾎσμ. Τοὺ παλληκάρι τοὺ καλὸ θέλει καλὴ γυναῖκα νὰ ξέρῃ ρόκκα κιˬ ἀργαλε͜ιό, νὰ ξέρῃ νὰ ὑφαίνῃ, νὰ ξέρῃ κὶ τοὺ κέντημα, νὰ ξέρῃ νὰ κιντάῃ Μακεδ. (Καλόχ.) Συνών. ἀντὶ 1γ, ἀντιˬάς, ἀνυφανταρε͜ιὸ 1, ἀνυφαντήρι, ἀνυφαντόλακκος 2, ἀργαλίτσα, ἀργαστήρι, ἀρμενιˬά, γούβα, κρεββαταριˬά, κρεββατή, κρεββατῖνα, λάκκος, ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Αργαλε͜ιὸ Ἰθάκ. ’Αργαλε͜ιὸς Στερελλ. (Παρνασσ.) β) Ἡ ὀπισθία κυλινδρικὴ ράβδος τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ εἰς τὴν ὁποίαν περιτυλίσσεται ὁ στήμων Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκόπ.) κ.ἀ.: Ξεποτυλίγω τὸν ἀργαλε͜ιὸ Σαρεκκλ. Συνών. ἀντὶ πισινό. γ) Πληθ. ἀργαλε͜ιά, αἱ δύο κυλινδροειδεῖς ράβδοι τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦν ἐπὶ τῶν ὁποίων περιτυλίσσεται ἐπὶ μὲν τοῦ ὀπισθίου ὁ στήμων, ἐπὶ δὲ τοῦ ἐμπροσθίου τὸ ὕφασμα Θρᾴκ. (Στέρν. κ.ἀ.) Μέγαρ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ.: Πισινὸ ἀργαλε͜ιό, bροστινὸ ἀργαλε͜ιὸ Ἀρτάκ. Μέγαρ. Πάνορμ. Συνών. μπροστινό ἀντί, πισινὸ ἀντὶ (ἰδ. ἀντὶ 1 β). δ) Τὸ ὑφασμένον μέρος τοῦ ἱστοῦ Κρήτ. ε) Ὁ στήμων ἕτοιμος νὰ τεθῇ εἰς τὸν ἱστὸν Ρόδ. 3) Τὸ γεωργικὸν ἐργαλεῖον Πελοπν. (Μεσσ.) 4) Τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον πολλαχ. 5) ᾿Ορθογώνιον τετράπλευρον ἐκ τεσσάρων ξύλων συνηρμοσμένων εἰς τὸ ὁποῖον προσδενόμενα εἰς τὰς τέσσαρας πλευρὰς ἁπλώνονται πρὸς στέγνωμα τὰ μανδήλια τῆς κεφαλῆς μετὰ τὴν βαφὴν Σῦρ. (Ἑρμούπ.) 6) Ταλασιουργικὸν ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου ἐξάγεται ἡ ἐκ τῶν βομβυκίων ἀναλυομένη μέταξα Κρήτ. (Σέλιν.) Συνών. ἀνέμη 2. 7) Σάκκος δικτυωτὸς πλεκτὸς ἐκ σπάγγου διὰ ὁποίου ἁλιεύονται ὄστρεα Ἄνδρ. Θράκ. (Μάδυτ.) 8) Ὡς ναυτικὸς ὅρ., εἶδος μαχαίρας τὴν ὁποίαν μεταχειρίζονται, ὅταν πρόκειται νὰ κάμουν μπαγέττα τῆς βάρκας Ναύστ. 9) Παιδιά τις ὁμοία πρὸς τὸν παρ᾿ ἀρχαίοις ἱμαντελιγμὸν Ἤπ. (Ἀρτ.) 10) Οὐδ. καὶ θηλ., ἡ μαγειρικὴ τέχνη Κρήτ. (Σφακ.): Ἔκαμες καλὸ ἀργαλε͜ιὸ (ἐμαγείρευσες καλὸν φαγητόν). Ἔκαμες πάλι ἀργαλε͜ιά! (εἰρων. ἤτοι ἔκαμες κακὸν φαγητόν, ἀνάλατον, ἄβραστον κττ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/