γδυτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδυτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γδυτὸς ἐπίθ. ἐγδυτὸς Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἐγδυστὸς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) ὀγδυτὸς Δ.Μαυροφρ., Δοκίμ., 339 γδυτὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γδ’τὸς σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γδυστὸς Νίσυρ. Πόντ. (Κοτύωρ.) Θηλ. ἐγδυτέσσα Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) ἐγδυστέσσα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) γδυτέσσα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γδύνω. Ὁ τύπ. ἐγδυστὸς ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. ἔγδυσα.

Σημασιολογία

1) Ὁ γυμνός, ὁ οὐδεμίαν ἀμφίεσιν περὶ τὸ σῶμα ἔχων κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Κολυμπάει γδυτός. Κοιμήθηκε γδυτός. Τὴ βρῆκε γδυτὴ ’ς τὸ σπίτι. Τὸ παιδὶ εἶναι γδυτὸ κοιν. Τὸ παιδὶν ἐπέμ’νεν ἐγδυτὸν Τραπ. ᾽Εγδυτέσσα κεῖται κὰ (γυμνὴ κατακλίνεται) αὐτόθ. Εἶμι γδ’τὸς σ’ λέου κὶ μὴν ἔρχισι Στερελλ. (’Αχυρ.) Κ᾽μάμινα κὶ γδ’τὴ (κοιμόμουνα καὶ γδυτὴ) Σκίαθ. Εἶι γδ’τὸ αὐτὸ τοὺ κ᾽νάβ᾽ (δὲν ἔχει τρίχωμα αὐτὸ τὸ κουνάβι) Στερελλ. (’Αχυρ.) || Φρ.: Τὴν πῆρε γδυτὴ (ἄνευ προικὸς) πολλαχ. Τ’μ πῆρε ντὶπ γδ’τὴ (συνών. τῇ προηγουμένῃ. Συνών. φρ. Τὴν πῆρε γυμνὴ καὶ ξεβράκωτη). Στερελλ. (’Αχυρ.) ᾿Εγδυτὸς ἐπέμ’νεν (ἔχασε τὸ πᾶν) Ἴμερ. || Παροιμ.: Γλυκὸς ὁ ὕπνος τὴν αὐγή, γδυτὸς ὁ κόλος τὴ Λαμπρὴ (ἐπὶ ἐκείνων, οἵτινες διὰ τὴν ὀκνηρίαν των εἶναι πτωχοὶ) Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Ἀράχ. Βραχν. Γορτυν. Κλειτορ. Κορινθ. Λάστ. Μάν.) Ἔμαθε γδυτὸς καὶ ντρέπεται ντυμένος (ἐπὶ τοῦ ἀδυνατοῦντος νὰ κάμῃ χρῆσιν καλοῦ πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀπέκτησεν, ἢ τοῦ εἰθισμένου εἰς τὴν ἀθλιότητα) Αἴγιν. Πελοπν. (Κίτ. Κορινθ. Μάν.) κ.ἀ. Ἔμαθ’ ὁ φτωχὸς γδυτὸς καὶ dρέπεται δυμένος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὁ γδυτὸς κιˬ ὁ κουρελιˬάρης | πουθενὰ δὲν ἔχει χάρη (ἐπὶ τῆς ἀνάγκης τῆς εὐπρεποῦς ἐμφανίσεως) Αἴγιν. 2) Μεταφ., ὁ ἐξηγμένος ἐκ τοῦ περιβλήματος, τῆς θήκης αὐτοῦ Νίσυρ. Πελοπν. (Μεσσ.) - Λεξ. Βλαστ., 340: Κάβουρας γδυτὸς (θαλάσσιος καρκίνος κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ὀστράκου του) Μεσσ. ᾿Αμύγδαλο γδυστὸ Νίσυρ. Σπαθὶ γδυτὸ (ἄνευ θήκης) Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. 3) Ὁ ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος ἢ μή φορῶν την πλήρη αὐτοῦ ἀμφίεσιν, ὁ μόνον τὸν ἐσωτερικὸν χιτῶνα περιβεβλημένος πολλαχ.: Οὕλου τοὺ ’μῶνα ἦταν γδ’τὸς μ’ ἕνα π’ καμ’σά’ Τῆν (᾿Ιστέρν.) ᾿Ετρέχαμε ’ς τὰ καταφύγια γδυτοί, ὅπως ἤμαστε μὲ τὸ πουκάμισο ᾽Αθῆν. Οὕλο τὸ συμπεθεριˬὸ ἔπαιρνε τὴ νύφη γδυτή, ὅπως ἤτανε μὲ τὸ πουκάμισο, καὶ τὴν πήγαινε ’ς τὴ μάννα της Πελοπν. (Κλειτορ. ) Εἶμαι γδυτὴ καὶ θὰ πουιdιάσου (θὰ πουιdιάσου = θὰ κρυολογήσω) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ντύσου, μὴν περπατᾷς γδυτὸς (χωρὶς ἐπανωφόριον) Εὔβ. (Στρόπον.) 4) Ὁ ἐνδεής, ὁ κακοενδεδυμένος κοιν. καὶ Πόντ (Κοτύωρ.): Εἴμαστε γδυτοί, δὲ μποροῦμε νὰ πᾶμε πουθενά. Δὲν κοιτάζεις τὰ παιδιˬὰ ποὺ εἶναι γδυτά, ἀλλὰ θέλεις καὶ λοῦσα! κοιν. Μ-μιˬὰ φ-φορεσὰ ᾿έμ-μπόταξε τσαὶ τ-τοῦνος, ὅλ-λο γδυτὸς εἶναι (μπόταξε = ἀπέκτησε) Εὔβ. (Κουρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τὺπ. Γδυστὸ Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/