ἀνάγυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάγυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνάγυρος ὁ, (ΙΙ) ΔΛημἀδ. Δασικ. βλάστ. Ἑλλάδ. 84 ἀρόϋνος Σύμ. ἀρόϋνας Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀνάγυρος. Ὁ τύπ. ἀρόϋνος ἐκ τοῦ *ἀνόϋρος κατ᾿ ἀντιμετάθεσιν τῶν φθόγγων ν καὶ ρ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,432, ᾿Ακαδ. ᾿Αναγν (1915) 3,75 καὶ ΒΦάβην ἐν ’Αθηνᾷ 45 (1933) 370 κἑξ.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀνάγυρις ἡ δύσοσμος (anagyris foetida) τῆς τάξεως τῶν ἑλλεβοκάρπων (papillionacea) φυτὸν δηλητηριῶδες καὶ δύσοσμον. Συνών. ἀζωγυρεˬά, ἀζωγύρι, ἀζώγυρος, ἀναγυρεˬά, ἀναγύρι, βρομοκλάρι, βρομοξυλεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA