γεβεντιλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεβεντιλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεβεντιλίκι τό, ἀμάρτ γεβετιλίκι Πάρ. ’εβεdιλίκι Νάξ. (’Απύρανθ.) ’εβεd’λίκι Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέβεντο καὶ τῆς Τουρκ. καταλ. -λίκι.

Σημασιολογία

1) Πρᾶξις ἀνήθικος, ἀξία μομφῆς Νάξ. (᾽Απύρανθ.): Δὲν ἀξανοίεις καὶ σὺ τὰ ’εβεd’λίκιˬα πὄχεις καμωμένα, μόνου βρίζεις τῶν ἀθρώπω dὰ παιδιˬά. Συνών. γέβεντο 1. 2) ᾿Εντροπή, προσβολὴ Νάξ. (’Απύρανθ.) Πάρ.: Ὤ, τὸ ’εβεd’λίκι μου, ὅdε μοῦ τό ’πανε! ’Απύρανθ. ᾿Εσένα ἐπόμεινε τὸ ᾿εβεdιλίκι αὐτόθ. Συνών. γεβέντιση, γεβέντισμα 3, γεβεντισμὸς 2. γέβεντο 2β, ντροπή, ρεζίλεμα, ρεριζιλίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/