γεβέντισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεβέντισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεβέντισμα τό, Αἴγιν. ’Ικαρ. Παξ. Πελοπν. (Καρδαμ. Μεσσ. Πάτρ. Πύργ.) Σίφν. -Ι. Βενιζέλ., Παροιμ2., 246, 1013 -Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. γεβένdισμα Μεγίστ. Ρόδ. γεβέdισμα Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Μῆλ. Μύκ. Πάρ. Σῦρ. γεβέτισμα Πάρ. γεβένdιγμα ᾽Ιων. (Βουρλ.) ’εβέdισμα Νάξ. (᾽Απύρανθ.) γιβέdισμα Θήρ. γιβέντ’σμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Λακκοβ.) γιβέd’σμα Σάμ. γιβίντισμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬουβέd’σμα Λέσβ. τσουβέdισμα Θήρ. (Οἴα) τσ’ βέd’σμα Θήρ. (Οἴα) λιβέdισμα Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεβεντίζω. Παρὰ Δουκ. τύπ. γυβέντισμα ἀντὶ γιβέντισμα᾿ δι’ ὃ ἰδ. γυβεντίζειν.
Σημασιολογία
1) Τὸ διαλάλημα, τὸ κήρυγμα, τὸ γινόμενον ὑπὸ ἐμμίσθου κήρυκος Μακεδ. (Λακκοβ.) Συνών. τελάλι. 2) Ἡ διαπόμπευσις, ὁ ἐξευτελισμὸς Ἄνδρ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θήρ. (Οἴα) ’Ικαρ. ’Ιων. (Βουρλ.) Κύθηρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πάρ. Πέλοπν. (Μεσσ. Πάτρ. Πύργ.) Ρόδ. Σίφν. Σῦρ. - Ι.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 246, 1013 -Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ.: Παροιμ. Ἡ πουτάνα τὸ γεβέdισμα γιˬὰ πανηγύρι τό ’χει (ἐπὶ ἀνθρώπων διεφθαρμένων, ἀπολεσάντων τὴν αἰδῶ, οἵτινες, ἀναισθήτως ἔχοντες πρὸς τὴν ἀτίμωσιν, ἐναβρύνονται μᾶλλον διὰ τὰ ἔργα των) Ἄνδρ. Πάτρ. Ἑ κούρβα τὸ γεβένdισμα παναϋράτσιν τό ᾽ει (κούρβα = ἡ πόρνη. συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεγίστ. Ἡ πομπιˬεμένη τὸ γεβέντισμα τό ’χει γιˬὰ καμάρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πύργ. Ὁ κλέφτης τὸ ’εβέdισμα ’ιˬὰ παναΰρι τό ’χει (συνών. τὴ προηγουμένῃ) ᾿Απύρανθ. Ὁ Γύφτος τὸ γεβέντισμα γιˬὰ πανηγύρι τό ’χει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεσσ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς κ.ἀ. Συνών. γεβεντισμός 1. 3) ’Εντροπή, ὕβρις, κατηγορία Αἴγιν. Θήρ. (Οἴα) Λέσβ. Μύκ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Παξ. Πελοπν. (Καρδαμ.) Σάμ. Χίος: ’Ιδὲ γεβέdισμα ποὺ μᾶς ἤκαμες ’ς τὸ σπίτι! Μύκ. Μουρέ, εἶdα ’εβεdίσματα ’ν’ ποὺ τοῦ λαχαίνουν κ’ εὐτεινοῦ! ᾿Απύρανθ. || Παροιμ. Παιχίδιˬα θέλεις, Γιˬωργιλλᾶ, δέξου γεβεντίσματα (ἐπὶ τῶν ἐξ ἀφροσύνης προκαλοῦντων ἴδια παθήματα) Καρδαμ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς κ.ἀ. Συνών. γεβεντισμός 2. 4) Μετων., ὁ ἐντροπιασμένος, ὁ διαπομπευμένος Νάξ. (’Απύρανθ.) || ᾎσμ. bόbιˬωμα καὶ ’εβέdισμα, πάαινε νὰ τρυπώσῃς καὶ νά βρῃς τοῖχο νὰ ξυστῇς καὶ νήλιο νὰ ξαπλώσῃς. Σύνων. ἀνάγελο 2, ἀναγορά 2, γέβεντο 3, ρεζίλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA