βοσκάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοσκάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βοσκάρις ὁ, ΑΡουμελ. (Σωζόπ.)-Λεξ. Βλαστ 285 Θηλ. βοσκαρεˬὰ Θήρ. βοσκαρὲ Δ.Κρήτ. βοσκάρισσα Νάξ. (Γαλανᾶδ.)-Λεξ. Βλαστ. 285. Οὐδ. βοσκάριν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βόσκω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις.

Σημασιολογία

Βοσκὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Λύκος ἂς φάῃ τὰ πρόβατα κ’ οἱ ἀλεπὲς τὰ γίδιˬα καὶ μιˬὰ μεγάλη ἀρρωστιˬὰ ἂς πιˬάσῃ τὸ βοσκάρι Σωζόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/