γεβεντιστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεβεντιστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεβεντιστός ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. διβεγκιστὰ Τσακων. (Μέλαν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεβεντίζω. Ὁ τύπ. διβεγκιστὰ ἐκ τοῦ ρ. *διβεγκίζουρ ἔνι.
Σημασιολογία
Ὁ ἀδιάντροπος, ἰδίᾳ ἐπὶ γυναικῶν: Ὡράτσερένι τὰ διβεγκιστὰ τσ’ ἔν᾿ ἔγκα τσ’ ἔν᾽ ἀοῦα! (τὴν εἶδες τὴν ἀδιάντροπη, τί πηγαίνει καὶ λέγει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA