γέβεντο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέβεντο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέβεντο τό, Εὔβ. (Κουρ.) Κίμωλ. Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σίφν. γέβενdο Ρόδ. γέβεdο Θήρ. Ἴος Κρήτ. Κύθν. Μύκ. γέβιdο Λέσβ. (Σταριῶτ.) ’έβεdο Νάξ. (’Απύρανθ.) γίβεdο Κρήτ. ('Ηράκλ. Μαλάκ. Σητ. κ.ἀ.) βέγεντο Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεβεντίζω.
Σημασιολογία
1) ’Ατιμία, πρᾶξις ἄτιμος, ἐπιλήψιμος Εὔβ. (Κουρ.) Κίμωλ. Κρήτ. (Ἡράκλ. Μαλάκ. Σητ. κ.ἀ.) Μύκ. Σίφν.: Παναγιˬά, ’δὲ γέβεdα, νὰ ’gαστρωθῇ μὲ τὸ γέρο! Μύκ. Γίβεdο δὲν ἤκαμ’ ἡ κακομοῖρα, κιˬ ἀπόι δὲ γατέω γιˬάdα δὲ dὴ bροτιμᾷ κιˬἀνεὶς (γατέω = κατέχω, γνωρίζω) Σητ. Τὰ γίβεdα ποὺ κάνει αὐτὴ ’ς τὸ χωριˬό, νὰ γυρίζῃ μὲ τὸν ἕνα καὶ μὲ τὸν ἄλλο νεαρό, δὲ dά ᾿καμενε κοπελιˬὰ ᾿ς τὸ gόσμο Μαλάκ. Τά ’μαθες γιˬὰ τὰ βέγεντα τῆς προκομμένης τῆς ξαδέρφης σου! Σίφν. Θὰ σοῦ τὰ ’πῶ τὰ γέβεντά σου Κίμωλ. Εἶχε δὲν εἶχε, τό ’καμε τὸ γέβεντο Κουρ. || Παροιμ. Τοῦ φτωχοῦ ὁ θάνατος δὲ γροικᾶται καὶ τοῦ πλούσιου τὰ γίβεdα (αἱ πράξεις ἑκάστου κρίνονται ἐκ τῆς κοινωνικῆς τάξεως, εἰς ἥν οὗτος ἀνήκει) Κρήτ. || Γνωμ. Θὰ ξυπνήσῃ ἡ κουρεμένη καὶ θὰ ᾿δῇ τὰ γέβεντά της (ἐπὶ περιπτώσεων, καθ᾽ ἃς ἀλογίστως ἐκτελεῖ τις πράξεις, τὰς ὁποίας δὲν θὰ ἔπραττεν ἐὰν ἐσκέπτετο προηγουμένως) Σίφν. || ᾎσμ. Ὁ στραβολαίμης πετεινὸς ’ς τὸ ματζιπέτι κράζει, τὰ γίβεdά του δὲ θωρεῖ κιˬ ἄλλους καταδικάζει (ματζιπέτι = ἀκρόστεγον) Κρήτ. β) ᾽Ελάττωμα, ψόγος, κατηγορία Κύθν. Σίφν.: Παροιμ. Ὅγο͜ιος φηgρᾶται, τὰ γέβεdά του ἀκούει (ὁ ὠτακουστής συνήθως ἀκούει τοὺς ἐναντίον του ψόγους) Κύθν. || ᾎσμ. Ἄς ποῦμε τώρα κιˬ ἀλλουνοῦ / τὰ γέβεντά του κιˬ αὐτουνοῦ Σίφν. 2) Ἡ διαπόμπευσις Κρήτ. Μῆλ. Ρόδ.: ᾿Εκάμαν dην dόσο γέβενdο Ρόδ. || Παροιμ. Ἡ πορτικὴ τὰ γέβεντα γιˬὰ πανηγύρι τά ’χει (πορτικὴ = ἑταίρα. ἐπὶ ἀνθρώπων διεφθαρμένων, ἀπολεσάντων τὴν αἰδῶ, οἵτινες ἀναισθήτως ἔχοντες πρὸς τὴν ἀτίμωσιν ἐναβρύνονται μᾶλλον διὰ τὰ ἔργα των) Μῆλ. β) Ὕβρις, προσβολὴ Κρήτ. Λέσβ. (Σταριῶτ.) Μύκ.: Αὐτὸ μοῦ ’ρχεται σὰ γίβεdο Κρήτ. ’Αρχίνα τὰ γέβιδα τσὶ τσ’ κατάρις Σταριῶτ. ᾿Ιδὲ γέβεdα, ποὺ μᾶς ἤκαμε ᾿ς τὸ σπίτι! Μύκ. γ) ’Εντροπή, καταισχύνη Νάξ. (’Απύρανθ.): Μουρέ, μὰ ’ιˬάdα καὶ μαλώνετε καὶ σᾶς ἀκούει ὁ κόσμος; Ὤ dροπὲς καὶ ’έβεdα! || ᾎσμ. Τὰ κατουρλιˬὰ περάσανε κάτω ’ς τοῦ Πολυχρόνη κιˬ ὅλο bοbὲς καὶ ᾽έβεdα ’ς τὰ μοῦτρα τζη μαζώνει. 3) Ὁ ἄξιος διαπομπεύσεως, γελοιοποιήσεως, ὁ γελοῖος Θήρ. Ἴος Κρήτ. Μῆλ. Νάξ. (’Απύρανθ. Γαλανᾶδ.) Σίφν.: bοbὴ καὶ ’έβεdο. ἀνεέλιˬο τοῦ κόσμου ’Απύρανθ. Φύγε ἀπὸ bρουστά μου᾿ γέβεντο τοῦ χωριοῦ μας Γαλανᾶδ. Γέβεντο κιˬ ἀνεγορὰ μοῦ εἶσαι Μῆλ. Γέβεdο τὴ gάμανε (τήν ἐγελοιοποίησαν) Ἴος. Θὰ γίνω βέγεντο τοῦ κόσμου Σίφν. Μ᾽ αὐτὸ τὸ γίβεdο πᾶς καὶ μιλεῖς; Κρήτ. 4) Κατὰ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι. ἡ σημ. ἀπὸ τῶν ἐπιρριπτομένων κατὰ τοῦ πομπευομένου ἀκαθαρσιῶν Κρήτ.: ’Εγέμισε γίβεdα ὁ τόπος. 5) Τὸ ἀσήμαντον, τὸ ἄνευ ἀξίας πρᾶγμα Κύθν.: Νὰ βάλῃς τὰ καλὰ παπούτσιˬα, ὄχι τὰ γέβεdα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA