γεγονὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεγονὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεγονὸς τό, λόγ. κοιν. γεονὸς Κύπρ. γεονὸς Κεφαλλ. γεγονότο Κρήτ. - Λεξ. Δημητρ. Πληθ. γεγονὰ Πέλοπν. (Βερεστ. Πυλ. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Τὸ οὐδ. τῆς μετοχ. τοῦ γέγονα, παρακ. τοῦ ρ. γίγνομαι.

Σημασιολογία

1) Πᾶν ὅ,τι έχει γίνει ἤδη, τὸ τετελεσμένον λόγ. κοιν.: Ὁ διορισμὸς - ἡ μετάθεσις - ἡ ἀπόλυσίς του εἶναι πλέον γεγονός. Ἡ ἀγορὰ τοῦ σπιτιˬοῦ εἶναι γεγονός. || Φρ. Γεγονὸς τετελεσμένον. 2) Τὸ περιστατικόν, τὸ συμβάν, ἡ πρᾶξις λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ.: ’Αξιοπερίεργο - ἀξιοπρόσεκτο - ασήμαντο - περίεργο - πρωτοφανὲς - σημαντικὸ - σπουδαῖο - τυχαῖο γεγονός. Τὰ γεγονότα τοῦ εἰκοσιτετραώρου - τοῦ μηνός. Μᾶς ἀναγκάζουν τὰ γεγονότα. Σπουδαῖα γεγονότα λόγ. κοιν. Ἔμαθα σήμερα ἕνα δεονὸς ποὺ στουπίρησα (στουπίρησα = ἐξεπλάγην) Κεφαλλ. Εὐκε͜ιό τὸ δεονὸς δὲ dὸ ματάκουσα αὐτόθ. Εἶχε κάνει ὁ μακάριˬος γεγονὰ ποὺ τὸν εἴχανε στουπίρει οὕλα τὰ χωργιˬὰ Πελοπν. (Βερεστ.) Ἡ Τετράδη κάνει πολλὰ γεγονὰ (ἐκ τῆς δοξασίας ὅτι ἡ Τετάρτη, προσωποποιουμένη, ἐπιφέρει βλάβην, προξενεῖ ζημίαν εἰς τοὺς ἐργαζομένους κατ’ αὐτήν) αὐτόθ. 3) Πρᾶγμα βέβαιον, ἀναμφισβήτητον λόγ. κοιν.: Εἶναι γεγονὸς ὅτι τοὺς ἔβαλαν φυλακή. Εἶναι γεγονὸς ὅτι παραιτεῖται ἡ κυβέρνησις. 4) Ἡ πραγματικότης, τὸ ὡς δεδομένη ἀλήθεια ὑπάρχον λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ.: Τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουν λεπτά, εἶναι ἀρκετὸ νὰ γεννήσῃ ὑποψίας λόγ. σύνηθ. Ὡς γεγονός, ᾿ὲν τ’ ἔχω τον ἀνάτη (τὸ ἀληθὲς εἶναι, ὅτι δὲν τὸν ἔχω ἀνάγκην) Κύπρ. 5) Ἡ δυσκολία Κεφαλλ.: Θὰ γδῶ τὸ δεονὸς (θὰ ἰδῶ τήν δυσκολίαν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/