βοσκὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βοσκὴ ἡ, κοιν. βοκὴ Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.) βοστσὴ Ἴος Μύκ. βοτὴ Πόντ. (Ὄφ.) βοσ-σὴ Εὔβ. (Ἀνδρων. Κύμ. Ὀξύλιθ.) βοὴ Ἀπουλ. βουσκὴ βόρ. ἰδιώμ. βουκὴ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) κ.ἀ. φουσκὴ Μακεδ. βοσκιὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.-ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 47-Λεξ. Βλαστ. 286 ’οσκιὰ Κάρπ. φου-ὰ Κύπρ. βόσκη Νάξ. βόσκια Ἀμοργ. Χίος (Καρδάμ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βοσκή. Τὸ βόσκη διὰ τὸ βόσκω.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Τὸ βόσκειν, ἡ βόσκησις κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.): Βγάζω-πάω τὰ ζῷα ’ς τὴ βοσκὴ κοιν. Πάγ’νε τὰ ζὰ ’ς σὴν βοκὴν Χαλδ. Ροῦχα τῆς βοσκιˬᾶς (ροῦχα ποιμενικὰ καὶ μεταφ. παλαιὰ) Νάξ. || Παροιμ. Ὅλ τὰ ὄρν ’ς σὴν μονὴν κιˬ ὁ χόχορας ’ς σὴν βοκὴν (ἐπὶ τοῦ δρῶντος καθ’ ὃν χρόνον οἱ ἄλλοι ἡσυχάζουν. χόχορας=κουκουβάγια). || ᾌσμ. Πάν τὰ πουλλάκιˬα ’ς τὴ βοσκὴ κ’ ἡ--ἀγαπῶ ’ς τὴ βρύσι Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Νὰ βγοῦν τὰ λάφιˬα ’ς τὴ βουσκή, νὰ βγοῦν κ’ οἱ--ἀλαφῖνες Στερελλ. (Ἀράχ.). Συνών. βοκεθίος 1. 2) Τὸ πρὸς νομὴν χόρτον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.): Ἔβρεξε κ’ ἔχουν βοσκὴ τὰ πράματα Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. αἶρα 3, βοσκαριˬὰ 1, σανός. 3)Ὁ τόπος ὅπου γίνεται ἡ νομή, ὅπου βόσκουν τὰ ζῷα πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. Συνών. βόκεθίος 2, βοσκιˬὸ 2, βοσκοτόπι, βοσκότοπος. Β) Ἐπιρρηματ. 1) Βόσκοντας ἀργὰ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ Κάρπ. Κύπρ.: Ὀσκιˬὰ ’οσκιˬὰ τρών τὰ πράματα κ’ ὑπάν Κάρπ. Ὁ βοῦς φου-ὰν τρώει τὸ σπαρμένον Κύπρ. Συνών. βοκηχτά. 2) Ἀργά, βραδέως Ἀμοργ.: Τὸ βαπώρι βόσκιˬα βόσκιˬα μπαίνει μέσ’ ’ς τὸ λιμάνι. Πβ. βόσκα, βοσκάδα, βόσκημα, βοσκησεˬά, βοσκιˬό, βόσκισμα, βοσκισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA