ἀναδε͜ιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδε͜ιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδε͜ιάζω ᾿΄Ηπ. ‒Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀδε͜ιάζω.

Σημασιολογία

1) Δὲν ἔχω ἐργασίαν, σχολάζω Λεξ. Δημητρ. 2) ’Εκκενώνω τι ἔνθ’ ἀν.: Ν’ ἀναδε͜ιάσῃς τὸ σπίτι, γιατὶ τὸ νοίκιασα Λεξ. Δημητρ. Συνών ἀδε͜ιάζω Β1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/