γεῖσον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεῖσον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεῖσον τό, λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. γεῖσος ὁ, Πελοπν. (Κορινθ.) - Λεξ. Δημητρ. γεῖσους Στερελλ. (’Αχυρ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γεῖσον.

Σημασιολογία

1) Τὸ πέραν τῶν καθέτων τοίχων ἐξέχον μέρος τῆς στέγης λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ.: Δὲν ἔ’ καλὸ γεῖσου τοὺ σπίτ’ σ᾽ μπρουστὰ Στερελλ. (᾽Αχυρ.) Τὸ χελιδόνι διορθώνει τὴ φωλίτσα του κάτω ἀπὸ τὸ γεῖσο Π.Παπαχριστοδ., Πασχαλ. διηγήμ., 7. Συνών. βροντάλι 1, γείσωμα 1, κορνίζα, ματσιπέτι, σουάντζα. 2) Ἡ σκιάζουσα τὸ πρόσωπον προεξοχὴ τῶν στρατιωτικῶν, ναυτικῶν καὶ μαθητικῶν πηληκίων λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ.: Νά ’’ μαῦρου γεῖσου τοὺ καπέλου μ᾿ Στερελλ. (’Αχυρ.) Χάλασε ὁ γεῖσος τοῦ καπέλου Πελοπν. (Κορινθ.) Συνών. κεραμίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/