βοκηχτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοκηχτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βοκηχτὰ ἐπίρρ. Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. βοκηχτός.
Σημασιολογία
Βοσκὴ Β 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ’Σ σὰ ψηλασέας, βοκηχτὰ καὶ ’ς σὰ λιβάδ στέρ κ’ ἐκεῖ ’ς σὸ τόλ’ τὸ Κρεπεγάδ’ θ’ εὐτάν τὴν ποτιῶναν (εἰς τὰ ψηλὰ μέρη βόσκοντας καὶ εἰς τὰ λιβάδια ἀργὰ ἀργὰ καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ ἔρημον τὸ Κρυοπήγαδο θὰ κάνουν τὸ πότισμα) Σταυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA