ἀναδέλφωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδέλφωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναδέλφωτος ἐπίθ. Ποντ. (Χαλδ.) ἀδέλφωτος Ποντ (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀδελφωτὸς< *ἀδελφώνω, δι᾿ ὃ πβ. ἀδερφώνω. Τὸ ἀδέλφωτος κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ *ἀδελφωτὸς τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ’Ιδ. ἀ-στερητ 2α

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐστερημένος ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς Πόντ. (Σάντ.) 2) Ὁ μὴ ἠγαπημένος ἀδελφικῶς, ἐπὶ ἀδελφοῦ Ποντ. (Χαλδ.): Γνωμ. Τ’ ἀδέλφ τ᾿ ἀναδέλφωτα δέντρ χωρὶς τὰ φύλλα (οἱ μὴ ἀγαπημένοι ἀδελφοὶ ὀμοιάζουν πρὸς δένδρα χωρὶς φύλλα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/