ἀνάδεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάδεμα τό, (Ι) Κερκ Κεφαλλ. Κρήτ. Στερελλ (Ἀκαρναν.) -ΓΚυριακ. Περονόσπορ. 24 ἀνάεμα Νίσυρ. ἀνέδεμα ᾿Ιων (Κάτω Παναγ.) Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναδένω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ.
Σημασιολογία
1) Ἡ σύνδεσις διὰ κόμβου τῶν δύο τμημάτων τοῦ νήματος τοῦ θραυσθέντος κατὰ τὴν ὕφανσιν Ἰων (Κάτω Παναγ.): Μοῦ ᾿σπασεν ἡ κλωστἠ ἐκεῖ ποῦ ’φαινα καὶ ἤκαμα κ’ ἐγὼ ἀνέδεμα. β) Τεμάχιον νήματος, τὸ ὁποῖον χρησιμεύει πρὸς σύνδεσιν τῶν δύο τμημάτων τοῦ θραυσθέντος κατὰ τὴν ὕφανσιν νήματος Κρήτ.: Βρές ἕνα κομμάτι ἀνέδεμα καὶ ἀνέδεσέ μού το σὲ ’κεινὲ τὴ κλωστή. 2) Μαγικὸς κατάδεσμος Κρήτ.: Ἀνάδεμα πρέπει πῶς τοῦ ’χουνε καωμένο καὶ δὲ bορεῖ νὰ πάρῃ ἀπάνω dου. Συνών. δεματικό. 3) Ἡ προσκόλλησις ἀπορφανισθέντος ἐριφίου ἢ ἀρνίου εἰς ἄλλην θετὴν μητέρα, τὴν ὁποίαν τοῦ λοιποῦ θηλάζει Κρήτ. : ᾿Ανάδεμα ἀρνιˬοῦ - ’ριφιˬοῦ. 4) Ἡ διὰ περιδέσεως στήριξις τῶν κλημάτων ΓΚυριακ. ἔνθ᾽ ἀν.: Αὔριο θά ’χωμε ἀνασήκωμα καὶ ἀνάδεμα τῶν ἀμπελιˬῶ. 5)Δέσμη Κερκ. Στερελλ. (᾿Ακαρναν.): ᾿Ανάδεμα τοῦ σιταριˬοῦ Κερκ. Ἔφκε͜ιασα τὸ ἀνάδεμα ’Ακαρναν. Συνών. δεμάτι, χερόβολο. 6) Κηλεπίδεσμος Κεφαλλ.: Αὐτὸς σφίgει τὸ ἀνάδεμα ὄξου ὀχ τὸ ᾿σωβράκι. Συνών. δέμα. 7) Σάκκος τετράγωνος ἀναρτώμενος διὰ δύο ταινιῶν ἐκ τῶν ὤμων καὶ χρησιμεύων ὡς λίκνον διὰ τὰ βρέφη καὶ δι᾿ ἄλλας ἐξοχικὰς χρήσεις Νίσυρ. 8) Φράγμα αὔλακος, ὅθεν ἀρχίζει νέος ἀγωγὸς ὕδατος Κρήτ.: Δένω τ᾿ ἀνάδεμα τ᾽ αὐλακιˬοῦ. Συνών. ἀμπολὴ 2 β, δέσι, δεσιˬά, κόφτρα (ἰδ. κόφτης).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA