βοσκιˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκιˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοσκιˬὸ τό, βοκίον Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ. κ.ἀ.) βοσκιˬὸ Ἀμοργ. Θρᾴκ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. βουσκιˬὸ Μακεδ. βουκιˬὸ Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) βοστσὸ Ἴος βο-ίο Καλαβρ. (Κοντοφ.) ’οσκιˬὸ Κάρπ. βοκίος ὁ, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) βοσκιˬὸς Καππ. (Σινασσ.) βουσκιˬὸς Θάσ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βόσκω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬό, ὅθεν τὸ -ίος, δι’ ὃ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 8 (1912) 2. 6.
Σημασιολογία
1) Βοσκὴ Ἀμοργ. Καππ. (Σινασσ.) Κάρπ. Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) Σίφν. Σῦρ: Σήμερα ἔχω βοσκιˬὸ (εἶναι ἡ σειρά μου νὰ βοσκήσω τὰ ζῷα) Σῦρ. β) Ἡ νυκτερινὴ βόσκησις τῶν ὑποζυγίων Σαμοθρ. 2) Τόπος βοσκῆς ἔνθ’ ἀν.: Ἐκεῖ ’ς σὸ μέρος καλὸν βοκίος ἔν’ Κερασ. || ᾽ᾌσμ. Φιgάρι μου πιρίλαbρου, πιρικατέβα κάτου νὰ σκοτιδιˬάσουν τὰ βουνά, νὰ ’σκιˬώσουν τὰ λαgάδιˬα, νὰ πάν τ’ ἀγρίμιˬα ’ς τὰ βουκιˬὰ κὶ τὰ πουλλιˬὰ ’ς τοὶς κοῖτσις, νὰ πάῃ κιˬ ὁ νεˬὸς ὁπ’ ἀγαπεῖ ’ς τὴν ἀγαπητική του (κοῖτσις=κοῖτες) Χαλκιδ. Ὅλα τὰ λάφιˬα ’ς τὰ βουσκιˬά ὅλα δρουσουλουγει͜οῦντι Μακεδ. Πάν τὰ πουλλάκιˬα ’ς τὸ βοσκιˬὸ κ’ οὶ κωπελλιˬὲς ’ς τὴ βρύσι Ἀμοργ. Τὰ λάφιˬα ἂς τρώνα ’ς τὸ βοσκιˬὸ κ’ ἐμεῖς ἂς κολυμποῦμε Θρᾴκ Συνών. ἰδ. ἐν λ. βοσκὴ Α 3. 3) Τὸ μετὰ μίαν βοσκὴν παραγόμενον ὑπὸ τοῦ ποιμνίου γάλα Σῦρ. Πβ. βοσκή, βόσκημα, βοσκησεˬά, βόσκισμα, βοσκισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA