γειτονεμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γειτονεμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γειτονεμὸς ὁ, ἀμάρτ. ’ειτονεμὸς Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γειτονεύω.
Σημασιολογία
Γειτόνεμα 1, ὃ ἰδ.: Μὰ σεῖς εἶστε πρῶτ’ ἀχώριστες φιλαινάδες, καὶ τώρα ’ς τὸ ’ειτονεμὸ πό ’ειτονέψατε, ἀdὶς νὰ φιλιˬώσετε πιὸ πολύ, ἐπιˬάσετε κ᾿ ἐτσακώθητε;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA