ἄργασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄργασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄργασμα τό, πολλαχ. ἄρgαμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
ἄργασμα τό, πολλαχ. ἄρgαμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.)
Σημασιολογία
1) Ἀφέψημα φύλλων βαλανιδέας, δάφνης καὶ δενδρολιβάνου διὰ τοῦ ὁποίου πλύνεναι ἡ λεχὼ τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ Πελοπν. (Λακων. Μάν.) 2) Ἡ κατεργασία, τὸ δούλευμα τῆς ζύμης Ἴμβρ: Τοὺ ’μάρ’ θὲ’ ἀκόμα ἄργασμα. 3) Ἡ βυρσοδεψικὴ κατεργασία τοῦ δέρματος πολλαχ.: Τοὺ ἄργασμα ἔγινι καλὸ Μακεδ. (Κοζ.) Δὲν πέτ’χι ᾿ς τοὺ ἄργασμα (ἐνν. τὸ πετσὶ) αὐτόθ. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα ΑΠαπαδιαμ. Χριστουγενν. διηγ. 115. 4) Ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἀροτρίασις Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύθηρ. β) Ἡ σκαφὴ τοῦ περὶ τὴν ρίζαν τοῦ ἐλαιοδένδρου χώρου Μέγαρ. γ) ’Αγρὸς ὠργωμένος Κύθηρ. 5) Ἐργασία, κόπος Καλαβρ. (Μπόβ.) Πβ. ἄργασι, ἀργασία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA