βοσκολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βοσκολόγος ὁ, Χίος-Λεξ. Βλαστ. 285.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βόσκω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λόγος, δι’ ἣν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Βοσκὸς ἔνθ’ ἀν. 2) Σχοινίον διὰ τοῦ ὁποίου δένουν τὰ ζῷα Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA