γειτονικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γειτονικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γειτονικὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ’του᾽κὸς βόρ. ἰδιώμ. ’ειτονικὸς Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀ᾿του᾽κὸς Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γείτονας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ γειτνιάζων πρός τινα, ὁ ἀνήκων εἰς γείτονα κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Γειτονικὸς λαὸς-χῶρος-τόπος, γειτονικὴ αὐλὴ-ταβέρνα, γειτονικὸ σπίτι-χωριˬὸ-ἀμπέλι-χωράφι κοιν. Ὅλα μας τὰ ’ειτονικὰ σπίθιˬα κοdεύγουνε πιˬὰ νὰ βουλήσουνε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γάμος ᾿ειτονικὸς ἤτονε, ἐbοροῦμα νὰ μὴ bᾶμε; αὐτόθ. || Παροιμ. Γειτονικόν, gολλητικὸν (ὅ,τι συμβαίνει εἰς τὸν πλησίον τινός, εἶναι δυνατὸν νὰ συμβῇ καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον) Κῶς Μεγίστ. Πβ. τὴν ἀρχ. παροιμ. «ἂν χωλῷ παροικήσῃς, ὑπασκάζειν μαθήσῃ» || ᾎσμ. Τ’ Ὄθος τὸ γλιˬοῦσαν οἱ Πηλὲς τσαὶ τὰ ’ειτονικά του, τὰ κόκ-καλα τοῦ ’φήκασι τσ’ ἐφάα τ-τὰ ψαχνά του (γλιˬοῦσαν=ἐξεκένωναν) Κάρπ. 2)Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., φιλικὴ συγκέντρωσις εἰς γειτονικὴν οἰκίαν, ἔνθα ἐν συζητήσει ἀσχολοῦνται συγχρόνως εἰς ἐλαφρὰς ἐργασίας, ἰδίᾳ αἱ γυναῖκες Λέσβ.: Κάναν’ τ’ ἀ’του’κὸ ’ς τ’ Ἀθούσ’ τοὺ σπίτ’. Πάγαιναν οὕις ’ς τ’ ἀ’του’κὰ τσὶ κάναν τὰ σκαμάτσα (σκαμάτσα=τολύπαι βάμβακος πρὸς γνέσιμον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/