γειτονίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γειτονίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γειτονίτσα ἡ, Ἀθῆν. Βιθυν. (Κατιρλ.) Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (’Ολυμπ.) κ.ἀ. ’τουνίτσα Θρᾴκ. (Αἶν. Ξάνθ.) ’ειτονίτσα Κάρπ. ’ειτονίτζα Πόντ. (’Ινέπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γειτονιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσα.

Σημασιολογία

Ἡ μικρὰ γειτονιˬά 1, ἔνθ’ ἀν.: Ἀξίζ’ ἡ γειτονίτσα μας τὸ καλοκαίρι Ἀθῆν. || ᾌσμ. Ἂν ἀρρωστήσω, μάννα μου, καὶ δὲν ἀσηκωθῶ, ’ς τὴ bάνω γειτονίτσα μιˬὰ νέα ἀγαπῶ Κύθηρ. Νὰ παραγγείλω θέλω τῆς μαν-νίτσας μου ’ς τὴκ-κάτω ’ειτονίτσα νὰ μὲ θάψουσι Κάρπ. Ὀψὲς ἀργὰ ἐπέρνουνα ἀποὺ τὴ γειτονίτσα κ’ ἐγροίκου κ’ ἐδικάζεdο μάννα καὶ θυγατέρα Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/