ἀναδεντράδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδεντράδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναδεντράδι τό, Πελοπν. (Καλὰβρυτ.) -Λεξ. Βλαστ. ἀνεδεντράλι Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀναδενδράδιον₌=δενδρόφυτος πλατεῖα. Ὁ τύπ. ἀναδεντράλι κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὰ εἰς -άλι ὑποκορ., ἂν μὴ ἐκ τοῦ ἀναδενδρύλλιον.
Σημασιολογία
1) Ὁ τῶν δένδρων βλαστός, ἰδίως τῶν καρποφόρων Θήρ. Πελοπν.(Καλάβρυτ.) -Λεξ. Βλαστ. 2) Παραφυὰς Πελοπν (Καλάβρυτ.) [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA