βοσκὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βοσκὸς ὁ, σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλατ.) βουσκὸς βόρ. ἰδιώμ. ’οσκὸς Κάρπ. Κάσ. Θηλ. βόσκισσα πολλαχ. βόσκισ-σα Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. κ.ἀ. βόκισ-σα Ρόδ. βόστσ’σα Πάρ. (Λεῦκ.) βό-αινα Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. βοσκός. Τὸ θηλ. βόσκισσα καὶ ἐν Γύπαρ. πρᾶξ. Γ 222 (ἔκδ. ΕΚριαρᾶ).
Σημασιολογία
1) Ποιμὴν σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλατ.): Φρ. Τοῦ βοσκοῦ ἡ καλωσύνη (ἡ μετὰ κακοκαιρίαν ἐπερχομένη καλοκαιρία) Πάρ. Συνών. Βλάχος 5, τσοπάνος. 2) Σχοινίον ἢ ἅλυσις, μὲ τὰ ὁποῖα δένουν τὸ πρὸς βοσκὴν ζῷον Ἰκαρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) β) Σχοινίον διὰ τοῦ ὁποίου δένεται καὶ ὁδηγεῖται τὸ ζῷον Χίος. γ) Σχοινίον συνδέον πρὸς τὸ μάγγανον τὸ ἐζευγμένον ζῷον διὰ τὴν κίνησιν τοῦ ἀντλητηρίου Σῦρ. 3) Ὁ οἰσοφάγος τῶν ζῴων Ἤπ. 4) Εἶδος πτηνοῦ, πιθανῶς ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους βοσκὰς ἐκ τοῦ γένους τῶν χηνῶν Μύκ. Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA