ἀναδένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδένω Κέρκ. (’Αργυρᾶδ. κ. ἀ.) Κεφαλλ. Κρητ. -Λεξ. ᾿Ηπίτ Βλαστ. ἀνεδένω Α.Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾶρχ. ἀναδῶ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανασυνδέω τὰ δύο ἄκρα κοπέντος οἱουδήποτε νήματος Κέρκ.: Ἀνάδεσε τό σπάγγο. β) Συνάπτω τὰ δύο ἄκρα τοῦ κατὰ τὴν ὕφανσιν κοπτομένου νήματος τοῦ στήμονος εἴτε μόνα των εἴτε διὰ τῆς προσθήκης τεμαχίου ἅλλου νήματος Κρήτ.: ᾿Αναδένω τσοὶ κόψες. γ) Συρράπτω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Νά ’χα ᾽να gουdουρἀκι ’θελε νὰ ἀνεδέσω τὰ παπούτσα μου ποῦ ᾽ναι παραλυμένα ( gουdουράκι=λωρίον δερμάτινον). 2) ᾿Αναδένω πρὸς ρυμούλκησιν, ὅρ. ναυτικὸς ἐπὶ πλοίου Λεξ. ᾿Ηπίτ Βλαστ. 3) Δένω διὰ μαγικοῦ καταδέσμου Κρήτ : ᾿Αναδένω τσοὶ φλέβες τοῦ κορμιˬοῦ του (διὰ νὰ μὴ κυκλοφορᾗ τὸ αἷμα). 4) Ὑποβάλλω, προσκολλῶ μικρὸν ἐρίφιον ἢ ἀρνίον ἀπορφανισθὲν εἰς ἄλλην θετὴν μητέρα πρὸς θηλασμὸν Κρήτ.: ᾿Αναδένω τ᾽ ἀρνὶ 'τὀ ’ριφι. ᾿Εψόφησεν ἡ μάννα του καὶ τ᾿ ἀνάδεσα μιˬᾶς ἀλλῆς προβατίνας. Συνων. ἀνακρούω. Πβ. ἀναδεσαρεˬά, ἀναδεσάρι. 5) Ὑψῶν πρὸς τὰ ἄνω τι δένω καὶ στερεώνω αὐτό, ἐπὶ κλήματος ἀναδενδράδος, κήλης κττ. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. κ. ἀ.: Ἀνάδεσα τὸ κλῆμα ᾽Αργυρᾶδ. Ἐπῆγα κιˬ ἀνάδεσα τό ξυgάκι μου Κεφαλλ. 6) Θέτων φραγμὸν παροχετεύω τὸ ρέον ὕδωρ Α.Κρήτ. : ’Ανεδένω τὸ νερό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/