ἀναδεξιμα͜ιὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδεξιμα͜ιὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναδεξιμα͜ιὸς ὁ, κοιν. ἀναδιξιμα͜ιὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀναδιξιμναιὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀναδεξιμαῖος.

Σημασιολογία

1)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἀναδέχεταί τις κατὰ τὸ βάπτισμα ἐκ τῆς κολυμβήθρας κοιν.: Ὁ δεῖνα εἶναι ἀναδεξιμα͜ιός μου. Μιˬὰ ἀπὸ τοὶς ἀναδεξιμα͜ιές μου εἶναι καὶ ἡ δεῖνα κοιν. ‖ Φρ. Νὰ τὀν χαίρεσαι τὀν ἀναδεξιμα͜ιό. (εὐχὴ πρὸς ἀνάδοχον) κοιν. Συνών ἀναδεξίμι, ἀναδεξιˬὸς, 1 ἀναδεχτός, ἀναδεχτούρι, ἀναθετός, βαφτισιμ͜αιός, βαφτισιμίδι, βαφτιστήρι, βαφτιστικός, δεξιμάτης, φιλιˬότσος 2) Ὁ νυμφευθείς, σχετικῶς πρὸς τὸν κουμπάρον, ὁ ὁποῖος ᾶνταλλάσσει τὰ στέφανα εἰς τὰς κεφαλάς τῶν νυμφίων Λευκ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Συνών. ἀναδεξιˬὸς 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/