βοσκούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βοσκούλλα ἡ, ΔΣολωμ. 173 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 53-Λεξ. Βλαστ. 285.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βοσκὸς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούλλα.
Σημασιολογία
Νεαρὰ ποιμενὶς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Νὰ μιˬὰ βοσκούλλα ’ς τὸ βουνὸ ποὺ κάθεται καὶ κλαίει καὶ τὰ παράπονα ἡ σπηλα͜ιὰ γλυκὰ τὰ ματαλέει ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βοσκαρουλ-λοῦ (ἰδ. βοσκαρούλ-λης), βοσκοπούλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA