ἀναδεχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδεχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικός
Τυπολογία
ἀναδεχτὸς ὁ, λογ σύνηθ. ἀναδιχτὸς ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ λογ. ἀναδεκτός σχηματισθέντος ἐκ τοῦ ὁμοίως λογίου ρ. ἀναδέχομαι εὐχρήστου ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ ἐπὶ τοῦ ἀναδεχομένου ἐκ τῆς κολυμβήθρας τὸν βαπτιζόμενον. Ὅτι ἡ λ. ἱκανῶς παλαιὰ μαρτυρεῖ τὸ θηλ. ἀναδεχθὴ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἀνεδέχθην εὑρισκόμενον εἰς Νομοκάν. τοῦ 16ου αἰῶνος.
Σημασιολογία
1) Παθ. ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἀναδέχεταί τις ἐκ τῆς κολυμβήθρας κατὰ τὴν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ἔνθ’ ἀν. : Οὑ δεῖνα εἶνι ἀναδιχτὀς μ’ Αἰτωλ. ‖ Παροιμ. Πρέπ’ ὁ νουννὸς νά ᾽χῃ ντροπὴ κιˬ ἀναδεχτός νὰ γνώθῃ (ὀφείλει τις νὰ σέβεται τοὺς ἀνωτέρους, αὐτοὶ δὲ νὰ φέρωνται καθὼς πρέπει) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 264,247. Συνών. ἀναδεξιμα͜ιὸς 1, ἀναδεξίμι, ἀναδεξιˬός 1, ἀναδεχτούρι 1, ἀναθετός, βαφτισιμα͜ιός, βαφτισιμίδι, βαφτιστήρι, βαφτιστικός, δεξιμάτης, φιλιˬότσος. 2) 'Ενεργ. ἐκεῖνος ὅστις ἀναδέχεται ἐκ τῆς κολυμβήθρας τὸν βαπτιζόμενον ὡς τέκνον πνευματικόν Ἠπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ -Ἀδάμ. Ἀπό τὸ χωρ. 65:Τούς βαφτιστικούς τούς λέμε κιˬ ἀναδεχτούριˬα, ὅπως καί τούς νουννούς τούς λέμε ἀναδεχτούς Ἀδάμ ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀνάδοχος, δεξάμενος (ἰδ. δέχομαι), νοννός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA