ἀναδεχτούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδεχτούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναδεχτούρι τό, ᾿΄Ηπ. κ.ἀ. -Ἀδαμ. Ἀπὸ τὸ χωρ. 65 -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρωμ Δημητρ. ἀναδιχτούρ’ ᾿΄Ηπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναδεχτός καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούρι.

Σημασιολογία

1)Ἀναδεχτὸς 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾿΄Εχει ἕνα σωρὸ ἀναδεχτούριˬα Λεξ. Δημητρ. Τοὺς βαφτιστικοὺς τοὺς λέμε κιˬ ἀναδεχτούριˬα Ἀδάμ ἔνθ’ ἀν. Νὰ σοῦ ζήσῃ, νουννέ, τ᾽ ἀναδεχτούρι σου! ᾿΄Ηπ. 2) Τὸ τέκνον τοῦ ἀναδεχτοῦ Ἤπ

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/