ἀνάδιπλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδιπλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάδιπλα ἐπίρρ. (ΙΙ) ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 163 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. επιρρ. ἀνάδιπλα. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Βασίλ. τάξ. 465,1 (ἔκδ. Βόννης) «χρὴ ἐπιφέρεσθαι τὸν μινσουράτωρα δύο κόρτας καὶ ἀνάδιπλα τὰς βασιλικὰς τέντας».
Σημασιολογία
Ἀντιστρόφως, ἀντιθέτως : Ξέστρωσε καὶ βάλε τὸ στρῶμα ἀνάδιπλα Λεξ. Δημητρ. ‖ Ποιημ Ὅλα κυλοῦν ἀνάδιπλα κ᾽ ἡ φύσι πάντα ’φαίνει τήν ἄνοιξι ἀπ᾿ τὸ θάνατο, τὰ νεˬᾶτα ἀπ᾿ τὸ χειμῶνα ΠΒλαστὸς ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA