ἀναδιπλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδιπλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδιπλώνω Πελοπν (Λακων.) -Λεξ. Δεὲκ Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναδιπλῶ.
Σημασιολογία
1) Διπλώνω ἐκ νέου Λεξ. Δεὲκ Πρω. Συνών. ξαναδιπλώνω. β)Μεσ. συσπειρώνομαι, συμπτύσσομαι Λεξ. Πρω. 2) Διπλώνω κατὰ διαστήματα ἐκτεταμένον καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα σχηματίζων πτυχὰς ὀρθίας Πελοπν. (Λακων.): Ἀναδίπλωσε τό πισκίρι νὰ βάλῃ τὰ ψωμιˬὰ (ὅταν ζυμώνουν θέτουν τὰ τεμάχια τῆς ζύμης εἰς ἐπιμήκη πετσέτταν διὰ νὰ ἀνεβοῦν, ἀναδιπλώνουν δὲ τὸ ὕφασμα κατὰ διαστήματα, ὥστε κάθε τεμάχιον ζύμης εὑρίσκεται ἀπομονωμένον μεταξὺ δύο πτυχώσεων καὶ τοιουτοτρόπως δὲν συγκολλᾶται μὲ τὸ παρακείμενον, ὅταν διογκωθῇ διὰ τῆς ἐνεργείας τῆς ζύμης).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA