ἀνάδκιˬον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδκιˬον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάδκιˬον τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναδκιˬῶ, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀναδίνω.
Σημασιολογία
Ὑγρασία : Γνωμ. Μὲ ὁ φτωχὸς ἔει ὄνομαν μὲ ὀ βορκάς ἀνάδκιˬον (μήτε ὁ φτωχὸς δύναται νὰ ἀποκτήσῃ ὄνομα ἐπιφανές, μήτε ὁ βορρεˬὰς ὑγρασίαν). Συνών. ἀναδεράδα, ἀνάδομα 2, ἀναδοσάδα, ἀνάδοσι 2, ἀναδοσιˬὰ 1, ἀναδότημα, ἀναδώκιˬασμα, ἀναδωμὸς 5, ἀναζουδιˬά, ἀναζουμάδα, ζουμάδα,νοτεράδα, νοτιˬά, ὑγρασία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA