ἀναδόχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδόχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναδόχι τό, Πάτμ. ἀναδόιν Κύπρ. ἀνεδόχι Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ λογίου ρ. ἀναδέχομαι εὐχρήστου ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ ἐπὶ τοῦ ἀναδεχομένου ἐκ τῆς κολυμβήθρας τοῦ βαπτίσματος τὸ βαπτιζόμενον βρέφος. Πβ. καὶ ἀναδεχτός.

Σημασιολογία

1)Τὸ λευκὸν παννίον, τὸ ὁποῖον ὁ ἀνάδοχος κατὰ τὴν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος φέρει ἐξηρτημένον ἐκ τοῦ τραχήλου καὶ ἡπλωμένον ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ τῶν βραχιόνων καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἀναδέχεται ἐκ τῆς κολυμβήθρας τὸ βαπτιζόμενον βρέφος. Τὸ ὕφασμα τοῦτο ὁ ἀνάδοχος προσφέρει εἰς τὴν μητέρα τοῦ βαπτιζομένου ὡς δῶρον ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔβαλεν τοῦ μωροῦ μου ὁ τατᾶς ἕνα ἀναδόιν ὄμορφον (τατᾶς₌ἀνάδοχος) Κύπρ. Συνών. ἀναβόλα͜ιο, ἀναβόλι 1, δεχτούρι, κρέμασμα, κρεμαστήρι, λᾳδίκι, φωτίκι. β) Πληθ. ἀναδόα, τὰ ὑπὸ τοῦ ἀναδόχου εἰς τὸν ἀναδεχτόν διδόμενα δῶρα κυρίως μὲν ἐνδύματα, ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλα Κύπρ. Συνών. βαφτιστικά (ἰδ. βαφτιστικός). 2) Παννίον, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν πλύσιν τῶν ἀσπρορρούχων διὰ μπουγάδας ἁπλώνουν ἐπ᾿ αὐτῶν τοποθετημένων ἐντὸς κοφίνου καὶ ἐπ’ αὐτοῦ θέτουν στάκτην, ἡ ὁποία διηθεῖται διὰ βραστοῦ ὕδατος εἰς τὰ ὑποκείμενα ροῦχα Θήρ. Συνών. *ἀθητερός 2, ἀθομαντήλα, ἀθόπαννο 1, μπουγαδόπαννο, σταχτοπάννα, σταχτόπαννο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/