ἀνάδραμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάδραμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάδραμα τό, Κρήτ.(Ρέθυμν. κ.ἀ) ἀνάδρεμα Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀνάδραμα ἀορ. τοῦ ρ. ἀνατρέχω.

Σημασιολογία

1)᾿Αναδρομή, παλινδρόμησις διὰ τοῦ στόματος καὶ τῆς ρινὸς τοῦ ἐν τῷ στομάχῳ ὑγροῦ ἕνεκα βηχὸς ἣ λυγγὸς ἔνθ’ ἀν. 2) Ἔξάνθημα τοῦ δέρματος προκαλούμενον ἐκ τοῦ δήγματος μικροῦ ζωυφίου ἔνθ’ ἀν. : Ἕνα μιˬαρό ἐγλειψένε τὸ κωπέλλι κ᾽ ἔβγαλεν ἀνάδραμα Ρέθυμν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/