ἀνάδραχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδραχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάδραχτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἄδραχτους Μακεδ. ἄδραος Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀδραχτός <ἀδράχνω. Ὁ τύπ. ἄδραχτους ἐκ τοῦ *ἀδραχτός ἄνευ συνθέσεως τοῦ ἀρκτικοῦ α νομισθέντος στερητικοῦ διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2 α. Τὸ ἄδραος ἐκ τοῦ ἀμάρτ τύπ. ἄδραγος κατ᾿ ἀποβολὴν τοῦ γ μεταξὺ δύο φωνηέντων.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ τῶν σιτηρῶν, ὁ μὴ ἀποξηρανθεὶς ὑπὸ τῆς ἡλιακῆς δερμότητος πρὸ τῆς καρποφορίας, ὁ χλωρὸς ἔτι Μακεδ.: Ἄδραχτα εἶνι τἀ σ᾿τάριˬα. 2) Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν ἀναγκαίαν πύρωσιν, ὁ μὴ πυρωθείς, ἐπὶ φούρνου Πόντ. (Σάντ.): Τὸ φουρνὶν ἀκόμαν ἄδραον ἔν᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA