ἀναδωμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδωμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναδωμὸς ὁ, Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναδώνω, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀναδίνω.
Σημασιολογία
1) Ἐπιστροφὴ πράγματος εἰς ἐκεῖνον παρὰ τοῦ ὁποίου ἐλήφθη Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ Δανεικὸ προσάναμμα ἀναδωμό δὲν ἔχει (ἐπὶ πράγματος εὐτελοῦς ἔστω καὶ χρησίμου μὴ ἀποδιδομένου). 2) ’Αναζωογόνησις, εὐδοκίμησις, ἐπὶ φυτῶν Λεξ. Δημητρ.: Μὲ τὴ βροχὴ ὅλα τὰ σπαρτὰ εἶχαν ἀναδωμό. 3) ᾿Αναζωπύρησις, ἐπὶ πυρὸς Λεξ. Δημητρ. Συνών. ξαναφούντωμα. 4) ᾿Ανάκτησις σωματικῶν δυνάμεων, ἀνάρρωσις Λεξ. Δημητρ. : Ἀναδωμός ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα. 5) "Η ἐκ τοῦ ἐδάφους ἀνάδοσις ὑγρασίας Λεξ. Βλαστ. Συνών. ἰδ. ἐν ἀνάδκιˬον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA