ἀναερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναερίζω ΣΠασαγιάνν. ’Αντίλ. 7

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάερος (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ὑψώνομαι εἰς τὸν ἀέρα, μετεωρίζομαι: Ποιημ. Τά ἡσκιˬώματα ἀλαφρὰ σκιρτοῦν ᾽ς τὰ πρῶτα φέγγη κ’ οἱ πάχνες σἀ φαντάσματα σκορποῦν κιˬ ἀναερίζουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/