ἀνάζερβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάζερβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάζερβα ἐπίρρ. Ἄνδρ ᾿΄Ηπ. Πελοπν. (Αἴγ. Λακων. Μάν κ. ἀ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) -’Αδὰμ ’Απὸ τὸ χωρ. 4 ‒Λεξ. Αἰν. Μ.’Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀνάζιρβα Ἤπ. (’Ιωάνν. Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάζερβος.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Διὰ τοῦ μετακαρπίου τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς Ἀδαμ Ἀπὸ τὸ χωρ. 4.‒Λεξ. Δημητρ.: Μοῦ τραυάει μιˬὰν ἀνάζερβα μὲ τὸ χέρι της, μοῦ φάνηκε ὁ οὐρανὸς σφοντύλι ᾿Αδὰμ ἔνθ’ ἀν. Τὸν μπάτσισε ἀνάζερβα Λεξ. Δημητρ. 2)Μακράν πως τοῦ κέντρου ἢ οὐχὶ εὐθέτως Ἤπ. (Ἰωάνν. Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ.) κ. ἀ. ‒Λεξ. Αἰν. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. : Εἶναι ἀνάζερβα αὐτὸς ὁ τόπος Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Μοῦ ’ρχεται ἀνάζερβα τὸ διˬάβα ἀπ᾽ αὐτοῦ Λεξ. Δημητρ. Αὐτὸ τοὺ μέρους μὄρχιτι ἀνάζιρβα, σιˬαδῶ εἶνι διξιˬά Αἰτωλ. Μᾶς ἔρχουντι ἀνάζερβα τὰ μέρη αὐτεῖνα αὐτόθ. Το’ ’ λίγον ἀνάζερβα τοὺ σπι'τ’ Χουλιαρ. Συνων. ἄβολα1. Β) Μεταφ. 1)Οὐχὶ καλῶς, ἀπροσφόρως Ἄνδρ. Ἤπ. Πελοπν.(Αἴγ. Λακων. Μάν.) Στερελλ. (Ἄμφ.) ‒Λεξ. Βλαστ.: Μὄρχεται ἄνάζερβα, δὲ μοῦ ἔρχεται βολικά Αἴγ. Ἀνάζερβα κάνεις τό θέλημα Μάν. Μοῦ ’ρθε ἀνάζερβα ἡ δουλε͜ιά Ἤπ. Συνών. ἀνάποδα, ζερβά, ἀντίθ. δεξιˬά. Πβ. ἀδέξιˬα. 2) Οὐχὶ κατ’ εὐχὴν, ἀντιξόως Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Οἱ δουλε͜ιές του πῆγαν ἀνάζερβα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἄβολα 2, ἀβόλετα 2, ἀνάποδα, ζαβά, κακότυχα, ἀντίθ. βολικά, δεξιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA