ἀναζητῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναζητῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναζητῶ κοιν. ἀναζητάω πολλαχ. ἀναζ’τῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀναζητάου Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνεζητῶ Ἄνδρ Εὔβ. (Κάρυστ. κ. ἀ) Ζάκ. Ἡράκλ. Θήρ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κάρπ. Κίμωλ. Α.Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ.) Ροδ. Σῦρ. κ.ἀ. ‒Λεξ. Βλαστ. ἀνιζ’τῶ Θρᾴκ.(Αἶν. κ. ἀ.) Λέσβ. Σαμ. κ.ἀ. ἀνιζ’dῶ Ἴμβρ. ᾿ναζητῶ Ἀπουλ. ᾿νατσητέω Ἀπουλ ᾿νεζητῶ ’Αστυπ. Κάλυμν. Κῶς Λερ. Σύμ. ’νεντζητῶ ᾿Αστυπ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναζητῶ₌ἐξετάζω, ἐρευνῶ. Τὸ ε τοῦ ἀνεζητῶ, ὅπερ καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 998 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.), κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἀνεζήτησα. Πβ. καὶ ἐγαπῶ παρὰ τὸ ἀγαπῶ κττ. Τὸ α τοῦ ’ναζητῶ ἐξέπεσεν ἐν συνεκφορᾷ κατόπιν τοῦ νὰ ἢ θά.

Σημασιολογία

1) Ζητῶ τι συνήθως μετά τινος ἐπιμονῆς ἢ πόθου εἴτε ζητῶ τι ἐλλεῖπον κοιν. καὶ ’Απουλ. : Τὸ παιδὶ ἀναζητάει τὴ μάννα Πελοπν (Μάν.) Τὸ σκυλλί ἀναζητάει τὸ νοικοκύρι του αὐτόθ. Ἀνεζήτηξα ἕνα σταφύλι Θήρ. Χτέ τού ’χασα κι᾿ μό σήμιρα τ᾽ ἀνιζήτ’σα Ἴμβρ. ’Αναζἠτ’σι τοὺ κλειδὶ ποῦ τοὺ εἶχι χαηˬμένου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μὲ λίγη ὥρα τ᾿ ἀναζητήσανε ἡ πεθερά καὶ ἡ ἄλλη συννυφάδα [τὰ ψωμμιˬά] ποῦ λείπανε (ἐκ παραδ.) Κόρινθ. Ἀνεζητᾶσαι, γειτόνισσα, μόν᾿ ὀγλήγορα νά γιˬαγείρῃς Κρήτ. ‖ Παροιμ. ᾿Εγλυκάθηκ᾿ ἧ γρα͜ιὰ ’ς τὰ σῦκα | κιˬ ὅλη μέρα τ’ ἀναζήτα (ἐπὶ τοῦ ζητοῦντός τι; ὅπερ ἐσυνήθισε νὰ λαμβάνῃ, ἢ ἐπὶ τοῦ ἀδιακρίτου τυχόντος χάριτος καὶ φορτικῶς ζητοῦντος πάλιν αὐτὴν ὡς ὀφειλομένην. Ἡ παροιμ. πολλαχ ἐν παραλλαγαῖς) πολλαχ. Ἡ γρα͜ιὰ τὸ βαρυχείμωνο καρπούζι ἀναζήτα (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως ζητοῦντός τι) Αἴγιν. ‖ ᾎσμ. Νύφη μου, ᾿ς τὴ χωρίστρα σου τρέχει νερὸ δροσᾶτο, Ὅπο͜ιος τὸ πιˬεῖ δροσίζεται καὶ πάλ’ ἀναζητᾷ το Θήρ. Δῶσε μου τὸ χεράκι σου ν᾿ ἀποχαιρετιχτοῦμε και᾽ τὸ στρατὸ πάει ὀbρὸς και᾽ θὰ μ’ άνεζητοῦνε Κρήτ. - Ποίημ. Φτωχὸ πουλλι᾿ μέ ξάφνισε τῆς μάχης ἡ φοβέρα καί τὴ φωλεˬά μου ἀναζητῶ καὶ θἐλω τὸν πατέρα ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 32. 2) Ποθῶ σφοδρῶς νὰ ἐπανίδω τι ᾿Ιων (Κρήν.) Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν.) κ. ἀ.: Συνηθισμένο το' ’χα τὸ παιδὶ κ᾿ ἐδὰ ποῦ μίσσεψε τ᾿ ἀνεζητῶ Κρήτ. Μ’ ἀνεζήτηξε ὁ κιˬούρις μου ᾿Απύρανθ. ’Ανεζητῶ τὸ χωριˬό μου Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Δὲ μἐ πειράζει ἄ δέ σε δῶ τσαὶ πάλι ἀνεζητῶ σε ἡ παλαβή μου τσεφαλὴ μέ κάνει τσ᾿ ἀγαπῶ σε Κὺθν. ᾿Αγάπα με, πουλλάκι μου, γιˬατὶ κ᾽ ἐγὼ ἀγαπῶ σε, μιὰν ὥρα ἄ gάμω νὰ σὲ δῶ, κλαίω κιˬ ἀνεζητῶ σε Α.Κρήτ. Κ’ ἐδώσανε τὴν Ἀρετὴ | καὶ χάνουdαι οἱ ἐννεˬὰ ἀδερφοὶ γίνεται ἡ μάννα τους ξερὴ | κιˬ ἀναζητᾷ τὴν Ἀρετὴ (μοιρολ.) Μάν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 85 (ἐκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 214) «ροδόσταγμα τὸν βρέχουσιν διὰ νὰ συμφέρῃ ὁ νοῦς του | καὶ ἀπὴν ἐσύμφερε τὸν νοῦν καὶ ὅλον τὸν λογισμόν του,| ἀναζητᾷ τὸν ἀδελφόν, τὸν Βέλθανδρον φωνάζει». β) Παθ. εἶμαι περιπόθητος, ποθοῦμαι ὑπό τινος Κῶς Πελοπν.(’Αρκαδ.) κ.ἀ.: Ὁ καλὸς ἄνθρωπος ἀναζητε͜ιέται ’Αρκαδ. 3) ᾿Επιθυμῶ πολλαχ.: Τὸ ἀναζητᾷ ἡ καρδιˬά μου πολλαχ. Τουρᾳνὰ ἡ καρδιˬά μ᾿ ἀναζὴτ’σι πουρτουκά’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ‖ ᾎσμ. Καὶ κάτω ’ς τὴ ριζίτσα του, | καηˬμό πὄχει ἡ καρδίτσα του, τρέχει νερὸ δροσᾶτο | κ᾿ ἡ καρδιˬά μ᾿ ἀναζητᾷ το Θρᾴκ. 4) Ἐπισκέπτομαί τινα (ἐκ τῆς σημ. τοῦ πορεύεσθαι πρὸς ἀναζήτησιν) ᾿Απουλ. 5) ᾿Αμτβ. ἐπιθυμῶ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν πατρίδα, νοσταλγῶ Κρήτ. : Τὸ κωπέλλι ἀνεζητᾷ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/