ἀναζυμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναζυμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναζυμώνω Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ζυμώνω.

Σημασιολογία

1) Μετβ. ζυμώνω ἐπιμόνως πολὺ ἔνθ’ ἀν.: Μὲ τὸ πολὺ διˬάβα ἀναζυμώνονται οἱ λάσπες Λεξ. Δημητρ. 2) Αμτβ ὑφίσταμαι τὴν ἐπίδρασιν τῆς ζύμης, ζυμοῦμαι Λεξ. Δημητρ. :Τὰ ψωμιˬὰ ἀναζύμωσαν. Συνών. ἀναδίνω Β1ς, ἀνεβαίνω, φουσκώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/