ἀναζῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναζῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναζῶ πολλαχ. ἀναζηˬῶ Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ᾿αναζου Τσακων. ἀνεζῶ Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀναζῶ. Τὸ ἀνεζῶ διὰ τὸν ἀόρ. ἀνέζησα.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Ἀνακτῶ δυνάμεις, ἀναζωογονοῦμαι, ἐπὶ ἐμψύχων. καὶ ἀψύχων πολλαχ. καὶ Τσακων. : Τὴ γουρούνα τὴ θρέψαμε κιˬ ἀνάζησε κ᾽ ἔκαμε δώδεκα γουρ’νόπ’λλα Πελοπν.(Καλάβρυτ.). Ἀπὸ τὰν καοτζαιρία ἀναζήκαϊ οἱ μοῦζε (ἀπὸ τὴν καλοκαιρίαν ἀνέζησαν οἱ μυῖγες) Τσακων. ᾿Αναζῆτσε ἁ γρία, ὅταν ὡρᾶτζε τὸν ὑζέ σι (ἀνέζησεν ἡ γραῖα, ὅταν εἶδε τὸν υἱόν της) αὐτόθ. Μὲ τὴ βροχὴ ἀνάζησαν τά σπαρτὰ Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναζουμώνω. 2) ’Εμφανίζω σημεῖα ζωῆς, ἐπὶ ἐμβρύου τὸ πρῶτον σκιρτῶντος ἐν τῇ μήτρᾳ Πελοπν. (Καρδαμ.): ᾿Απὸ τὸν τάδε μῆνα ἀναζῇ τὸ παιδί. Ἀνάζησε τὸ παιδί. Β) Μετβ. 1) Ἐπαναφέρω εἰς τὴν ζωὴν Ζάκ. : ᾿Εγὼ ποῦ τὴν σκότωσα, ἐγὼ θὰ τὴν ἀναζήσω. 2) Παρέχω εἴς τινα δυνάμεις σωματικὰς καὶ εὐρωστίαν Πελοπν. (Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/