ἀναθεμάτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναθεμάτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναθεμάτιστος ἐπίθ. Πόντ.(᾿Αργυρόπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀναθεματιστὸς τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόννου. ᾿Ιδ ἀ- στερητ 2 α.
Σημασιολογία
Αὐτὸς ποῦ εἶθε νὰ μὴ ἔχει ἀναθεματισθῆ! εὐφημητ. ἀντὶ τοῦ ἀναθεματισμένος : Ἀναθεμάτιστον, χωρὶς νὰ ’ρωτᾷ' με ἐπῆεν κ᾿ ἐποίκεν τὴ δουλείαν! (ὁ ἀναθ., χωρὶς νὰ μὲ ἐρωτήσῃ ἐπῆγε καὶ τὴν ἔκαμε τὴ δουλε͜ιά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA